ΑΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ (Εισηγητής της Μειοψηφίας): Ας μην συνεχίσουμε το διάλογο, κυρία Πρόεδρε. Ξέρουμε πολύ καλά τι έγινε. Μπορούμε να προστατεύσουμε το διάλογο. Αφήστε τους ομιλητές να εκφράζουν ελευθέρως τις απόψεις τους.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Έγινε μια απλή διόρθωση περί της έννοιας της Ανεξάρτητης Αρχής και τίποτα παραπάνω.
ΑΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ (Εισηγητής της Μειοψηφίας): Ξέρουμε τις Ανεξάρτητες Αρχές. Ξέρουμε, ακόμη, αυτούς, των οποίων η θητεία έχει λήξει και δεν έχει ανανεωθεί, και πώς κάνουν σήμερα τη δουλειά τους. Μη φτάσουμε σε αυτή τη διαδικασία, δεν χρειάζεται.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Νομίζω ότι είναι υποχρέωση της Βουλής να φτάσει και σε αυτή τη διαδικασία.
Κύριε Μυλόπουλε έχετε το λόγο.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (Πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)): Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, το πρόβλημα, το οποίο προσπαθούσα να σας εξηγήσω, είναι ότι, πλέον, η δημόσια χρηματοδότηση των δημόσιων Πανεπιστημίων τίθεται υπό την αίρεση ενός οργάνου. Αυτό το όργανο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, μπορεί να λειτουργήσει αξιοκρατικά και ορθά. Μπορεί, όμως, αυτό το πράγμα να γίνει πρόσχημα μη χρηματοδότησης εκείνων των Πανεπιστημίων τα οποία δεν θα συμμορφώνονται με κάποιες υποδείξεις, οι οποίες μπορεί και να μην είναι ακαδημαϊκές. Φέτος υποστήκαμε τη μείωση της χρηματοδότησής μας κατά 50%, με τη λογική της οικονομικής κρίσης, παρά το γεγονός ότι δεν προβλεπόταν κάτι τέτοιο από κανένα Μνημόνιο. Η μείωση των δαπανών της Παιδείας που προέβλεπε το Μνημόνιο ήταν πολύ μικρότερη και παρά το γεγονός αυτό, φέτος κόπηκε το 50% της χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων. Σκεφτείτε, αν υπάρχει αυτή η αίρεση μιας Αρχής, η οποία θα γνωμοδοτεί και θα αποφασίζει για τη χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων, σε τι είδους δημόσια Πανεπιστήμια μπορεί να φτάσουμε κάποια στιγμή, τα οποία δεν θα έχουν τον κορμό της βασικής τους χρηματοδότησης από το Δημόσιο. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει με τη φοιτητική μέριμνα, καθώς και με τα συγγράμματα, δεν διασφαλίζεται, δηλαδή, η ομαλή χρηματοδότηση των δημόσιων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Ένα ένατο και προτελευταίο θέμα, που θέλω να θίξω, είναι το θέμα της έρευνας, η οποία απουσιάζει τελείως από το νομοσχέδιο, όπως βλέπετε. Τα Πανεπιστήμια είναι περίπου διδακτήρια, είναι εκπαιδευτήρια. Το τμήμα είναι ένα σύνολο καθηγητών που έχουν το ίδιο πρόγραμμα σπουδών και άρα, εκπαίδευσης και όχι έρευνας, όπως είναι η διεθνής ακαδημαϊκή δεοντολογία και πραγματικότητα. Επίσης, δεν είδα πουθενά καμία υποχρέωση της Πολιτείας να χρηματοδοτεί την έρευνα. Η βασική και η εφαρμοσμένη έρευνα, ειδικά η βασική και η έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, είναι μια έρευνα η οποία, δυστυχώς, δε μπορεί να μπει στη λογική του ανταγωνισμού, των ανταγωνιστικών προγραμμάτων, όπως μπορεί να μπει η έρευνα στο δικό μου αντικείμενο – που είμαι του Πολυτεχνείου ή της Ιατρικής. Και αυτό το θέμα πρέπει να το δείτε, γιατί πολύ φοβάμαι ότι αποκολλάται πλέον η έρευνα από τα Πανεπιστήμια. Επίσης, πολύ φοβάμαι ότι με την ίδρυση του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, το οποίο θα αντικαταστήσει τους ειδικούς λογαριασμούς κονδυλίων έρευνας, ιδιωτικοποιείται πλέον η έρευνα, δηλαδή φεύγει από τα Πανεπιστήμια και γίνεται αντικείμενο διαχείρισης μιας ιδιωτικής εταιρείας.
Να κλείσω με τις μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες, πραγματικά, είναι διατάξεις οι οποίες θα δυναμιτίσουν ένα κλίμα το οποίο προσπαθήσαμε, «με νύχια και με δόντια», να διατηρήσουμε. Θέλω να ξέρετε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ότι φέτος ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη χρονιά, μια χρονιά κρίσης και έντασης. Προσπαθήσαμε και κρατήσαμε τα Πανεπιστήμια ανοικτά, δεν χάσαμε ούτε μία ώρα σε καταλήψεις και δεν είχαμε ούτε ένα τζάμι σπασμένο – οι συνάδελφοί μου από τη Θεσσαλονίκη νομίζω ότι μπορούν να το διαβεβαιώσουν αυτό, τουλάχιστον για το δικό μας Πανεπιστήμιο, αλλά θεωρώ ότι ισχύει και για τα περισσότερα. Αυτό το κλίμα, όπως ξέρετε, είναι απαραίτητο για να γίνει δουλειά στα Πανεπιστήμια, να προχωρήσουν αυτά μπροστά και να γίνει έρευνα και εκπαίδευση.
Έρχονται οι μεταβατικές διατάξεις οι οποίες θέλουν με σε ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα να εφαρμοστεί ένας νόμος, ο οποίος ανατρέπει τα πάντα. Κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Πολύ φοβάμαι ότι οι μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες θέλουν μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα την εφαρμογή ενός νομοθετήματος, που βλέπει ανατροπή των πάντων στα Πανεπιστήμια, θα προκαλέσουν μια τεράστια συμφόρηση. Δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί να μην προτείνετε μια σταδιακή εφαρμογή του νόμου που θα ψηφίσετε και που ελπίζω να έχει αρκετές αλλαγές από αυτές που σας προτείναμε.
Δεν θέλω να υποστηρίξω ότι δεν πρέπει οι νόμιμα εκλεγμένοι πρυτάνεις και κοσμήτορες να παυθούν, διότι θα μου πείτε ότι «ευλογώ τα γένια μου». Είναι, όμως, πρωτοφανές στα ιστορικά δεδομένα να παύονται εκλεγμένοι πρυτάνεις. Μπορούσε να βρεθεί μια λύση, αυτή της σταδιακής εφαρμογής του νόμου στα Πανεπιστήμια τα οποία κατά προτεραιότητα θα έχουν εκλογές Πρυτανικών Αρχών. Δεν καταλαβαίνω, δηλαδή, γιατί οι νυν Πρυτανικές Αρχές και οι νυν Κοσμητορικές Αρχές δε μπορούν να διασφαλίσουν την ομαλή μετάβαση στο καθεστώς που επιβάλει ο νόμος μέσα σε ένα βάθος χρόνου, π.χ. τριετίας ή τετραετίας.
Θα ήθελα, λοιπόν, να σας ζητήσω να δείτε με ιδιαίτερη ευαισθησία τις μεταβατικές διατάξεις, διότι μπορεί να ψηφίσετε ένα εξαιρετικό νομοθέτημα, το οποίο, όμως, επειδή ακριβώς θα επιβάλει μια βίαιη αλλαγή σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα τινάξει τα πράγματα στον αέρα.
Η άποψή μας είναι ότι, υπό την παρούσα μορφή, το νομοσχέδιο, άσχετα από το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, είναι ανέφικτο και ανεφάρμοστο. Δεν μπορούν να εφαρμοστούν αυτές οι τόσο ανατρεπτικές διατάξεις, οι οποίες αλλάζουν τα πάντα, και τα κακά και τα καλά, στο Πανεπιστήμιο. Το εκκρεμές πρέπει να ισορροπήσει. Πρέπει να επικρατήσει σύνεση και συναίνεση με την κοινωνία, αλλά και με την πανεπιστημιακή κοινότητα, η οποία θα κληθεί να εφαρμόσει αυτό το νόμο. Πολύ φοβάμαι ότι αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο όπως έχει, θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα καλείται να λύσει. Να είστε βέβαιοι ότι αυτά προβλήματα δεν θα τα προκαλέσω ούτε εγώ, ως Πρύτανης, ούτε η πανεπιστημιακή κοινότητα.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει η κυρία Υπουργός.
ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ (Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων): Θα ήθελα να κάνω μια πολύ σύντομη παρέμβαση, απλά για να βοηθηθεί η συζήτηση περαιτέρω, καθώς είναι πολύ ουσιαστική η τοποθέτηση των φορέων για την τελική διαμόρφωση. Καταρχήν, θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι διαμορφώνεται συνολικά μια άποψη για τη δομή, η οποία πρέπει να είναι πλέον διαφορετική, δηλαδή το Συμβούλιο, ο Πρύτανης και η Σύγκλητος. Η ισορροπία ανάμεσα στα τρία όργανα είναι πραγματικά ένα πάρα πολύ ουσιαστικό θέμα, αλλά νομίζω ότι δεν είναι δευτερεύον να υπογραμμίσουμε ότι αυτό είναι πια μια πραγματικότητα, η οποία είναι αποδεκτή από όλους.
Επίσης, επειδή κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου λήφθηκαν υπόψη πάρα πολλά πράγματα, πρέπει να σας πω ότι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο έκανε μια πολύ ολοκληρωμένη προσέγγιση τριάντα σελίδων και από αυτά, περίπου, τριάντα επιμέρους θέματα έχουν ληφθεί υπόψη. Το ίδιο συνέβη και με τις προσεγγίσεις από τη Σύνοδο των Πρυτάνεων και από την ΠΟΣΔΕΠ. Νομίζω ότι είναι σωστό, ούτως ώστε να βοηθήσουμε τη συζήτηση, να αποτυπώνουμε ακριβώς την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει ένα συμβούλιο, στο οποίο έρχονται τρεις εξωτερικοί ή εσωτερικοί, αυτό επιλέγει έναν και δεν ξέρει κανένας στο Πανεπιστήμιο τι γίνεται. Είναι μια περιγραφή της διαδικασίας βήμα προς βήμα, που ξεκινάει από πενταμελή επιτροπή εκλεγμένων καθηγητών, που πάει στη Σύγκλητο, όπου όλοι κάνουν δημόσια ακρόαση, και που η Σύγκλητος έχει το δικαίωμα του βέτο. Η λογική άλλαξε από το αρχικό σχέδιο, γιατί έλαβε υπόψη όλη την ανησυχία και τις προτάσεις της κοινότητας, και οδήγησε σε ένα άλλο σχέδιο. Νομίζω, λοιπόν, ότι είναι σωστό να αποτυπώνουμε την πραγματικότητα σωστά.
Όσον αφορά το θέμα της χρηματοδότησης έγινε και χθες συζήτηση. Νομίζω ότι πρέπει, από την αρχή, να διευκρινίσουμε απολύτως ότι είναι τόσο θέμα Συντάγματος όσο και πολιτικής βούλησης ότι το δημόσιο Πανεπιστήμιο σημαίνει δημόσια χρηματοδότηση. Η δημόσια χρηματοδότηση μπαίνει, βεβαίως, με όρους, οι οποίοι έχουν σχέση με το αποτέλεσμα για την κοινωνία και την επιστήμη, όπως το θέτει το Πανεπιστήμιο και έχει δύο μέρη. Παρακαλώ πολύ να δώσουμε προσοχή, επειδή είναι πάρα πολύ ουσιαστικό αυτό το θέμα. Στις περισσότερες χώρες και στη διαβούλευση συζητήσαμε τρεις ενότητες: Ή να συνεχίσει από το Κράτος ή να είναι Ανεξάρτητη Αρχή ή να υπάρχει ένας συνδυασμός. Είχαμε σενάρια και για τα τρία. Έχουν πολύ ενδιαφέρον οι τοποθετήσεις των φορέων.
Αυτό που έχει προταθεί σήμερα είναι ότι η Ανεξάρτητη Αρχή είναι αυτή η οποία μαζί με τα Πανεπιστήμια οργανώνει τους τετραετείς προϋπολογισμούς και εισηγείται στον Υπουργό. Η τελική απόφαση είναι στην πολιτική ηγεσία για χίλιους λόγους, που θεωρώ ότι είναι κατανοητοί σε αυτή τη Βουλή. Η ανεξαρτησία, όμως, της χρηματοδότησης και η σύνδεσή της, πλέον, με την αξιολόγηση του έργου νομίζω ότι είναι από τα πιο ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα, που καλούμαστε όλοι να απαντήσουμε.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Τον λόγο έχει ο κύριος Σωκράτης Καπλάνης.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΠΛΑΝΗΣ (Σύνοδος Προέδρων Τ.Ε.Ι.)): Κυρία Πρόεδρε, κυρία Υπουργέ, κ.κ. Βουλευτές, κύριε Γενικέ Γραμματέα, βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας παρουσιάσω τις θέσεις της Συνόδου των Προέδρων των Τ.Ε.Ι.. Οι θέσεις αυτές προέκυψαν μετά από τις συνεχείς συζητήσεις από τον περασμένο Σεπτέμβριο και εντεύθεν, όταν στους Δελφούς μας παρουσιάστηκαν οι αρχές ενός νέου Πανεπιστημίου ή μιας νέας μορφής διοίκησης των Ελληνικών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, από τότε που ήρθα στην Ελλάδα, διωγμένος από μία απαράδεκτη κατάσταση το 1977,1978, ενός νόμου καθαρά αυταρχικού όπου πήγα στο Βάιτσμαν του Ισραήλ και μετά επέστρεψα στην Ελλάδα και εντεύθεν, με συνεχείς αγώνες, καταργήσαμε, τότε τα ΚΑΤΕΕ, δημιουργήσαμε τα ΤΕΙ, εξελίχθηκαν και εξελίσσονται τα ΤΕΙ και τελικά δεν φτάσαμε ποτέ σε μία καλώς οργανωμένη, προσδιορισμένη και αυτοεξελισσόμενη ανώτατη εκπαίδευση που να υπηρετεί αυτή την κοινωνία και τις ανάγκες της.
Είχαμε λοιπόν συνεχώς ανάγκες για τροποποιήσεις πρέπει να γνωρίζεται ότι, όταν περνούσαμε έναν νόμο, αυτό που σκεφτόμαστε είναι πώς θα κάνουμε την επόμενη τροποποίηση. Αυτό είχαμε και τώρα. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Φτάσαμε, δηλαδή, σε ένα πλαίσιο νομοθετικό με λίγα άρθρα και το κάθε πανεπιστήμιο, το κάθε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, να μπορεί να εξελίσσετε, να αποφασίζει δηλαδή μόνο του για διοικητικές πράξεις, εκπαιδευτικές, ακαδημαϊκές, ερευνητικές. Τι να πράξει; Πώς να το πράξει; Μέσα από τους νόμους της πολιτείας, δεν χρειάζονται άλλοι νόμοι, σκέφτομαι πως κάποτε κάλεσε ο σημερινός Πρωθυπουργός τον Υπουργό Παιδείας της Σουηδίας, του είπε ότι δεν χρειαζόμαστε άλλους νόμους, υπάρχουν οι νόμοι της Σουηδίας. Αυτοί είναι οι νόμοι για το πανεπιστήμιο.
Πιστεύουμε ότι αυτό το νομοσχέδιο θα έπρεπε να είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο θα απαντά στις εξελίξεις και να δίνει στα Α.Ε.Ι. εκείνα τα εφόδια τα οποία θα απαντούν στις εξελίξεις, να δώσει δηλαδή μια νέα αναδιάταξη, δυναμική, και να αφεθούν να εξελιχθούν μέσα από ακαδημαϊκούς κανόνες οι οποίοι θα προσδιοριστούν. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται.
Όποια ακαδημαϊκή μονάδα όποιος άλλος φορέας ανώτατης εκπαίδευσης ικανοποιεί αυτούς τους κανόνες, τότε θα πράττει, θα αποφασίζει με βάση αυτούς τους κανόνες τι θα κάνει.
Δεν χρειάζεται κάθε φορά να προσδιορίσουμε, παράδειγμα όσον αφορά, εάν τα ΤΕΙ θα δημιουργήσουν ένα νέο πρόγραμμα σπουδών εάν θα κάνουν μεταπτυχιακό, ή εάν θα συμμετέχουν σε διδακτορικά για τα οποία θα σας μιλήσω στην συνέχεια.
Στην Σύνοδο των Προέδρων, δεν είμαστε υπέρ των προτιμησιακών θέσεων, θέσεων αποκλεισμού παρά, θέσεων επιβράβευσης, θέσεων εξελικτικής πορείας, όπως είπα, με βάση τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Προφανώς, απαιτείται η αξιοκρατία και σε αυτή πιστεύουμε. Αξιοκρατία, όμως, η οποία θα τεθεί με βάση τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Η αυτοδιοίκηση για μας σημαίνει ότι υπάρχει προϋπολογισμός, έχουμε χρηματοδότηση από το δημόσιο, χρηματοδότηση από τις δικές μας δραστηριότητες και με βάση αυτούς τους κανόνες μπορούμε να οργανώσουμε αυτά τα προγράμματα τα οποία απαντούν στις ανάγκες της κοινωνίας.
Ας δούμε, λοιπόν, μετά την ανάγνωση του προσχεδίου νόμου, τι αναφέρει η Σύνοδος. Πού καταλήγει; Εκεί που κατέληξε, προφανώς, έχουμε αφήσει στη διάθεσή σας για ανάγνωση τόσο την γενική εισήγηση όσο και τις κατ’ άρθρον ρυθμίσεις.
Κυρία Υπουργέ, θα ήθελα να παρακαλέσω να κοιτάξουν και πάλι τα άρθρα διότι υπάρχουν άρθρα που προφανώς χρειάζονται βελτίωση. Δεν χρειάζεται να πω ειδικές περιπτώσεις, ίσως εν τη ρύμη του λόγου μου να αναφερθώ σε μερικές, νομίζω ότι όταν κληθούν οι δύο σύνοδοι θα σας συμβουλεύσουν για τις αλλαγές που χρειάζεται. Παράδειγμα, το διπλό πτυχίο μαζί με τα ξένα πανεπιστήμια, ούτε καν αναφέρεται δηλαδή ουσιαστικά αποκλείεται. Καταργούν τα πανεπιστήμια. Μα θα το απονείμουμε; Εάν μελετήσει κάποιος, πραγματικά, αυτά τα άρθρα θα απορήσει πώς είναι δυνατόν αυτά να μην αναφέρονται. Και όχι μόνο αυτό, βλέποντας σας τώρα, το αναφέρω.
Είμαστε αντίθετοι στην διατύπωση του άρθρου 4, στην παρ. 2, εδ. β’. εκεί όπου στα Τ.Ε.Ι., ο ρόλος και η αποστολή διαφοροποιούνται κατά πολύ και μάλιστα όπως αναφέρουμε, η διατύπωση μήπως είναι κατώτερη εκείνης του νόμου 3549 του 2000.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, κυρία Υπουργέ, γνωρίζετε πολύ καλά ότι έχουμε καταθέσει νέα διατύπωση ή το εδάφιο α’ να επαναδιατυπωθεί, ούτως ώστε, να περιλαμβάνονται εκεί τα Τ.Ε.Ι. ως προς την έννοια της μίας Ανώτατης Εκπαίδευσης στην χώρα, όπως είναι η ευρωπαϊκή πρακτική ή ότι τα Τ.Ε.Ι. δίνουν έμφαση στην υψηλή και ολοκληρωμένη εκπαίδευση και εφαρμογή των επιστημών της τεχνολογίας και των τεχνών σύμφωνα με τη Διεθνή Επιστημονική πρακτική της πρακτικής των αντιστοίχων επαγγελματικών πεδίων με σκοπό την ανάπτυξη και αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων.
Η Σύνοδος ομόφωνα έκρινε ότι αυτή είναι η διατύπωση η οποία πρέπει να εγκαταστήσει το εδάφιο β’, εάν δεν είναι συγκεκριμένη διότι θα πρέπει να υπάρχει εδάφιο β’ και όχι το εδάφιο α’ το οποίο πρέπει να επαναδιατυπωθεί ούτως ώστε να συμπεριλάβει τα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. σε μία ενιαία μορφή οργάνωσης, διοίκησης τόσο στην περιφέρεια όσο και πανελλήνια.
Ως προς την οργάνωση και διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών, η Σύνοδος προφανώς απαιτεί ότι για την έκδοση ζητά, σεβόμενος τον χρόνο της Επιτροπής, θα αναφέρω τους τίτλους των κεφαλαίων που θα ήθελα να αναλύσω.
Απαιτείται, λοιπόν, υπάρχει σύμφωνη γνώμη, η συνέλευση του Τ.Ε.Ι., δηλαδή της συγκλήτου, για την οργάνωση ή την έκδοση προεδρικού διατάγματος, δεν αναφέρεται το ανώτατο όριο των προσφερομένων θεμάτων ούτως ώστε να υπάρχει πραγματική οικονομία και όχι κατάχρηση πόρων, καθώς πράγματι, η συγκρότηση ή η διαχείριση των πόρων, επιστημονικών και υλικών πόρων σε επίπεδο σχολής, μπορεί, προφανώς, να δημιουργήσει ένα κλίμα οικονομίας πολύ καλό και εμείς προτείνουμε ότι το κάθε Α.Ε.Ι., να μπορεί να αποφασίσει από μόνο του, πώς θα οργανωθεί, εμείς πιστεύουμε και το συζητήσαμε επεξεργαζόμενοι σχήματα, ότι μπορεί σε επίπεδο σχολής να γίνει μία πολύ σωστή διαχείριση πόρων για να μην δημιουργεί ο καθένας τα εργαστήριά του και τα μαθήματά του, δηλαδή να χτίζει πάνω στην οικονομία από την δική του πλευρά.
Ομιλούμε για μία ολοκληρωμένη μορφή εκπαίδευσης. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τα άρθρα της έρευνας.
Κύριε και Κύριοι Βουλευτές, τόσο εγώ όσο και πάρα πολλοί συνάδελφοί μου, ταξιδεύοντας ακαδημαϊκά, καθώς η πολιτεία δεν έδωσε στα Τ.Ε.Ι. τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά, έχουν γίνει καθηγητές ξένων πανεπιστημίων. Όπως το 1978, έφυγα από αυτήν την χώρα, το ίδιο τώρα ταξιδεύουν οι συνάδελφοί μου ώστε να επιβλέψουν διδακτορικά σε διάφορα πανεπιστήμια, τόσο ο ομιλών όσο και πάρα πολλοί άλλοι συνάδελφοι.
Κυρία Υπουργέ, δεν μπορεί να υπάρχουν πανεπιστήμια στα οποία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχουν δημοσιεύσει μόνον 55 prtu papers, και τα Τ.Ε.Ι. σε επίπεδο σχολών, να έχουμε πλήθος δημοσιεύσεων, αν και δεν χρηματοδοτούνται ερευνητικά και σε αυτά να μην δίδεται μέσα από τους κανόνες που ζητούμε να θεσπισθούν και τους οποίους, κύριοι Βουλευτές, έχουμε καταθέσει σε ειδικό παράρτημα, όποια τμήματα αξιολογηθούν και ικανοποιούν αυτούς τους κανόνες, οι συνάδελφοι τότε να μπορούν να επιβλέπουν διδακτορικά και μπορεί αυτό το τμήμα να απονέμει.
Αυτή είναι η επεξεργασία που έκανε η Σύνοδος με τα στοιχεία που θα σας καταθέσω διότι είναι άξιοι συνάδελφοι και αυτή την στιγμή τρέχουν στο εξωτερικό όπως ο ομιλών. Δεν μπορεί ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος, ερευνητής, ο οποίος έχει διακρίσεις στο εξωτερικό να μείνει κλειδωμένος σε ένα ΤΕΙ γιατί του λέει ο νόμος ότι εσύ θα κάνεις μόνο κατάρτιση για τα επαγγέλματα. Κυρία Υπουργέ, δεν είναι σωστή η διαχείριση του επιστημονικού δυναμικού αυτής της χώρας. Αυτή την στιγμή 1000 συνάδελφοι θα τρέχουν στο εξωτερικό και παράλληλα τα μέλη ΕΠ δεν διακρίνονται ως πλήρης και αποκλειστικής απασχόλησης. Είναι αυτό το οποίο παρακαλούμε να επανέλθει όπως ήταν στο πρώτο σχέδιο το οποίο μας καταθέσατε.
Επίσης, είναι φανερό ότι πολλές φορές τα άρθρα αλληλοαναιρούνται. Π.χ. το άρθρο 39 για τις συμβάσεις πανεπιστημίων με ερευνητικά ιδρύματα αναφέρεται μόνο ως προς τα Πανεπιστήμια ενώ στο πρώτο άρθρο λέει τα ΑΕΙ θα συμμετέχουν στην έρευνα κ.λπ.. Εκεί, λοιπόν, τα ΤΕΙ αποκλείονται στο να υπογράφουν συμβάσεις με ελληνικά και ξένα ερευνητικά κέντρα.
Για τα όργανα διοίκησης, οι θέσεις μας είναι γνωστότατες. Πιστεύουμε ότι η αρχή ενός ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος θα πρέπει να τυγχάνει της γενικής αποδοχής. Όλα τα μέλη ΔΕΠ ή τουλάχιστον οι δύο πρώτες βαθμίδες, αν μιλάμε για αλληλεξάρτηση μερικές φορές, να μπορούν να ψηφίζουν τον Πρόεδρό τους, τον Πρύτανή τους, για να μπορεί αυτός να εκλέγεται, να ηγείται, να είναι ο πρώτος στην τάξη ενός μεγάλου σώματος, στο οποίο θα του δώσει αυτό το όραμα για να το άγει προς τα εμπρός. Δεν είναι δυνατόν ο Πρόεδρος να επιλέγεται από μια ολιγαρχία, έστω και αν αυτή επιλέγεται, αλλά πρέπει να ξέρετε κύριοι Βουλευτές, στο επίπεδο διαχείρισης του μεγάλου αριθμού προσώπων οι τάσεις απορροφώνται, οι τάσεις διασκεδάζονται. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν διαταράξεις, αναταράξεις και ανατροπές στον αριθμό των ολιγάριθμων, στον μικρό αριθμό οι τάσεις φαίνονται και εκεί οι εξωγενείς παρεμβάσεις θα είναι δυνατές. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης από τέτοιες εξωγενείς παρεμβάσεις. Δεν ξέρω ποια είναι η νεστόρια θέση αλλά επιτρέψτε μου από την θέση μου να ζητήσουμε όλα τα όργανα διοίκησης να εκλέγονται από το Σώμα για να τυγχάνουν αυτής της αποδοχής.
Επίσης, δεν είναι δυνατόν το Συμβούλιο να είναι ανώτερο μιας Συγκλήτου, Συνέλευσης των μελών αυτών που έχουν δακρύσει για την κατάντια της λειτουργίας σε έναν χώρο και να έρχονται κάποιοι εξωτερικοί που θα έρχονται μια φορά στο εξάμηνο και να έχουν αποφασιστικό ρόλο. Αυτό δεν μπορεί να το δεχθεί η ακαδημαϊκή κοινότητα. Εγώ σε λίγο θα πάρω σύνταξη, δεν μπορώ να αφήσω τους νεότερους, οι οποίοι ήρθαν με μια φλόγα να προσφέρουν ως λειτουργοί αυτής της κοινωνίας, τώρα πλέον να είναι απλοί επαγγελματίες.
Πιστεύω ότι είχα πάρα πολλά να πω στο Σώμα, όμως θα σας παρακαλέσω, τις κατ’ άρθρον προτάσεις για τροποποιήσεις, για διόρθωση, το Σώμα να τις μελετήσει και εγώ βέβαια να σας αφήσω τα τεκμήρια αυτά συν το ότι δεν μπορεί να υπάρξει μεταβατική διάταξη που να καταργεί το διάταγμα 388, ένα διάταγμα που εκδόθηκε για να ρυθμίσει τον τίτλο των πτυχιούχων ΤΕΙ, τώρα καταργείται. Είναι γνωστή η αντιπαλότητα που υπάρχει. Μεταξύ μας δεν έχουμε γιατί γνωρίζετε πολύ καλά ότι συνεργάζομαι άψογα όχι μόνο με τους Πρυτάνεις αλλά και τους Κοσμήτορες των Πολυτεχνικών. Δεν είναι δυνατόν ένα διάταγμα στο οποίο ορίστηκε ο πτυχιούχος με τον τίτλο του, όπως γίνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και σας φέρνω και την Γερμανία ως παράδειγμα, να τον καταργούμαι και να μην τον αντικαθιστούμε με τίποτα. Αυτό έχει εξεγείρει τον κόσμο. Θα παρακαλούσαμε, λοιπόν, τέτοιες μεταβατικές διατάξεις να μην τύχουν ψήφισης.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Κριμιζής.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΙΜΙΖΗΣ (Πρόεδρος Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας): Αξιότιμε κυρία Υπουργέ, κυρία Πρόεδρε, και αξιότιμα μέλη της Επιτροπής των Μορφωτικών Υποθέσεων, σας ευχαριστώ για την πρόσκληση να καταθέσω τις απόψεις μου σχετικά με το προτεινόμενο νομοσχέδιο και επειδή είπατε για την διεθνή εμπειρία κυρία Πρόεδρε, θέλω να σας πω ότι θα σεβαστώ το χρονικό όριο που μου δώσατε διότι είχα προσωπική εμπειρία στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, που τα τρία ή πέντε λεπτά εννοούνται.
Η εμπειρία μου είναι ως εκπαιδευτικός, ερευνητής, διοικητικός και σύμβουλος πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων κυρίως στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Θα περιορίσω τις παρατηρήσεις μου σε δύο μόνο από τους πυλώνες του νομοσχεδίου, την σύγχρονη και αποτελεσματική διοίκηση και την αξιολόγηση και κοινωνική λογοδοσία. Ο σχεδιασμός του νομοσχεδίου και για τα δύο αυτά θέματα, αν και καινοτόμος για την Ελλάδα, βασίζεται σε συστήματα που έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς επί δεκαετίες σχεδόν παγκοσμίως και ειδικά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ όπου τα πανεπιστήμιά τους κατέχουν τις πρώτες 20 – 50 θέσεις στις διεθνείς αξιολογήσεις ανεξαρτήτως αξιολογήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις δημοσίων και μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων, η διοίκηση κατευθύνεται από Σώμα Εξωτερικών, δηλαδή εκτός του Ιδρύματος, εφόρων, που επιλέγονται με πολλούς τρόπους συμπεριλαμβανομένης και της κατευθείαν εκλογής από τους ψηφοφόρους της περιοχής όπου λειτουργεί το Πανεπιστήμιο. Τα κοινά χαρακτηριστικά των εφόρων είναι ότι προέρχονται από πολλές κοινωνικές ομάδες, όπως γιατρούς, δικηγόρους, επιχειρηματίες, πανεπιστημιακούς, αλλά όχι όμως από το ίδιο ίδρυμα, διπλωμάτες, πρώην πολιτικούς κ.λπ.. Συμμετέχει και φοιτητής ή φοιτήτρια καθώς και ο/η Πρόεδρος της Συγκλήτου των Καθηγητών αλλά συνήθως χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η συμμετοχή στο συμβούλιο θεωρείται ως κοινωνική προσφορά και ουδέποτε αμείβεται. Ο έφορος το θεωρεί ως τιμή του να υπηρετεί το Πανεπιστήμιο. Η διαφάνεια είναι εξασφαλισμένη με τα ανοικτά πρακτικά και βέβαια, με την συμμετοχή των αντιπροσώπων των φοιτητών και των καθηγητών.
Ως παράδειγμα αναφέρω ο Πρόεδρος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Τζων Χοπκινς, όπου υπηρετώ τα τελευταία 40 χρόνια, ήταν ο Μαϊκλ Μπλούμπεργκ, ο νυν Δήμαρχος της Νέας Υόρκης, αλλά πρώην επιχειρηματίας από την Βαλτιμόρη. Όχι μόνο δεν έλαβε κανένα προσωπικό ή επιχειρηματικό όφελος, αλλά δώρισε 150 εκατ. δολάρια στο Πανεπιστήμιο και σήμερα το όνομά του έχει διαιωνιστεί μέσα από την Σχολή Φυσικής και Αστρονομίας Μπλούμπεργκ. Σημειωτέον ότι πολλοί έφοροι που είναι επιχειρηματίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ενίσχυση του Ιδρύματος που υπηρετούν. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα στα δικά μας πανεπιστήμια.
Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του συμβουλίου, εκτός από την οικονομική διαχείριση περιλαμβάνεται η επιλογή και πρόσληψη του πρύτανη ή προέδρου, όπου τα κριτήρια συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο την επιστημονική κατάρτιση και διάκριση των υποψηφίων, αλλά επίσης τη διοικητική τους ικανότητα και τα ηγετικά τους προσόντα. Δεν θέλω να σχολιάσω αυτά που άκουσα μας, με τα οποία διαφωνώ κατά πολύ, για παράδειγμα για την δημοκρατική νομιμοποίηση. Διότι, ορισμένοι εκλέγονται άλλοι επιλέγονται επειδή έχουν τα σωστά προσόντα για να υπηρετήσουν το πανεπιστήμιο. Τελικά, το πανεπιστήμιο δεν είναι ιδιοκτησία των κατοικούντο εν αυτόν, είναι ιδιοκτησία της κοινωνίας. Όλοι εμείς οι πανεπιστημιακοί είμαστε υπάλληλοι οι οποίοι πληρωνόμαστε για να εκτελέσουμε το καθήκον μας ως επιστήμονες και δάσκαλοι, για να μορφώσουμε τα παιδιά της κοινωνίας. Επομένως, η κοινωνία έχει λόγο με ποιο τρόπο διοικούνται τα πανεπιστήμια. Το προτεινόμενο σχήμα του διοικητικού συμβουλίου στο νομοσχέδιο, αν και προβλέπει παρόμοιες αρμοδιότητες με αυτ΄ς των ιδρυμάτων του εξωτερικού, συνίσταται αρχικά από τα μέλη του πανεπιστημίου, τα οποία εν συνεχεία επιλέγουν και τα υπόλοιπα εξωτερικά μέλη. Υποθέτω ότι υπάρχουν νομικοί λόγοι για μια τέτοια διαδικασία που καθιστούν το συμβούλιο όχι απόλυτα ανεξάρτητο, κατά τη γνώμη. Μπορούν να εισαχθούν ασφαλιστικές δικλίδες ώστε να επιτευχθεί η ισορροπία μεταξύ ειδικοτήτων, παραδείγματος χάριν, περιορισμός κάτω των 15% για το οποιοδήποτε επάγγελμα. Το γεγονός ότι αποσυνδέεται η επιλογή του πρύτανη από την παρούσα εκλογική παρωδία είναι πολύ θετικό στοιχείο και αξίζει αυτό το μοντέλο να δοκιμαστεί. Εάν υπάρχουν δυσλειτουργίες τότε μπορούν να γίνουν διορθωτικές ρυθμίσεις στο μέλλον. Τέλος, σημειώνω ότι ένα παρόμοιο σχήμα διοίκησης λειτουργεί επιτυχώς στο δημόσιο διεθνές πανεπιστήμιο Ελλάδος, τα τελευταία πέντε χρόνια με συμμετοχή επιχειρηματία και διπλωμάτη.
Σχετικά με το θέμα της αξιολόγησης τα πράγματα είναι πολύ απλά. Η αξιολόγηση εφαρμόζεται επιτυχημένα στα ιδρύματα του εξωτερικού και δεν υπάρχει λόγος να εξαιρούνται τα ελληνικά ιδρύματα. Έχω ακούσει τη δικαιολογία ότι «στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει η αντικειμενική αξιολόγηση», αγνοώντας το γεγονός ότι σε πολλές χώρες υπάρχουν δοκιμασμένες διαδικασίες που παράγουν αδιάβλητα αποτελέσματα, με αντικειμενικούς δείκτες παραγωγικότητας, όπως παραδείγματος χάριν, το Institute Scientific Information, όπου μπορείτε να δείτε για όλους εμάς τους ακαδημαϊκούς τι έργο έχουμε παράγει. Δεν χρειάζεται εμείς να ξανά ανακαλύψουμε τον τροχό. Σαν παράδειγμα, στην διοίκηση διαστημικής του Jon Hopkinson που χρημάτισα διευθυντής -με 600 περίπου άτομα σε όλες τις βαθμίδες- γίνεται ετήσια αξιολόγηση όλου του προσωπικού. Μετά από έλεγχο σε πολλαπλά διοικητικά επίπεδα η τελική βαθμολογία είναι ο βασικός παράγοντας στη συζήτηση βελτίωσης της απόδοσης μεταξύ του προϊσταμένου και του αξιολογουμένου, που είναι υποχρεωτική καθώς και στον καθορισμό της ετήσιας αύξησης ή μη του μισθού. Οι προδιαγραφές που προτείνονται στο νομοσχέδιο για αξιολόγηση είναι ευθυγραμμισμένες με την διεθνή πρακτική και πρέπει να υιοθετηθούν. Τα κοινωνικά ιδρύματα, στην τελική ανάλυση, κρίνονται από τα αποτελέσματα που παράγουν και τα ευεργετήματα προς το κοινωνικό σύνολο, συγκρινόμενα με το κόστος της λειτουργίας τους. Εάν τα ελληνικά ιδρύματα βρίσκονταν έστω και μέσα στα πρώτα 100, σε παγκόσμια κλίμακα, ίσως να μην υπήρχε το θέμα της βασικής αναδιάρθρωσης που επιχειρεί το υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Η ελληνική κοινωνία δυσανασχετεί με τα αποτελέσματα της κατά όνομά δωρεάν παιδείας, με τα φροντιστήρια, με τα ιδιαίτερα μαθήματα και σε φοιτητές, σπουδαστές, η συστηματική εμφάνιση παράνομης δράσης ελέω ασύλου σε πανεπιστημιακούς χώρους και πολλά άλλα. Η αλλαγή του συστήματος είναι επιβεβλημένη και το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, μπορεί να έχει ορισμένες ελλείψεις αλλά ας μην ξεχνάμε το ρητό ότι «το τέλειο είναι ο εχθρός του καλού». Ευχαριστώ.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Σταυρακάκης, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού): Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε. Βρισκόμαστε, σήμερα, τουλάχιστον, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και ερευνητές της χώρας, σε μια πολύ κρίσιμη καμπή της πορείας του συστήματος. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία 30 χρόνια το σύστημα μας βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο, αυτό του νόμου του 1982, ενός νόμου που ήταν προϊόν των συγκεκριμένων πολιτικών, κοινωνικών και γενικότερα πολιτιστικών οικονομικών συνθηκών της εποχής, με τις όποιες συνέπειες είχε αυτό. Θεωρώ ότι εδώ και δέκα χρόνια θα έπρεπε να έχει γίνει μια μεγάλη θεσμική μεταρρύθμιση στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Συζητήσεις είχαν αρχίσει να γίνονται την επομένη της ψήφισης του νόμου του 1982, αλλά πύκνωσαν και άρχισαν να γίνονται πιο ουσιαστικές τα τελευταία 15-20 χρόνια.
Τους τελευταίους 20, 22 μήνες ζήσαμε μια περίοδο –οι πανεπιστημιακοί και τα πανεπιστήμια- η οποία θεωρώ ότι έχει αρκετά αρνητικά, μελανά σημεία και τα οποία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Υπήρχε συνείδηση εδώ και χρόνια σε όλη την κοινότητα, ευρύτερα στην κοινωνία και εκτιμώ και στον πολιτικό κόσμο ότι τα πράγματα έπρεπε να αλλάξουν. Ως συνέπεια αυτής της παραδοχής θα περιμέναμε από την κυβέρνηση και από το Υπουργείο Παιδείας -από τη στιγμή που είχε εξαγγείλει από την ημέρα της ανάληψης ότι θα προχωρήσει σε μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης- θα περιμέναμε προσεκτικά βήματα σε πολλές πτυχές του πανεπιστημιακού και ακαδημαϊκού συστήματος. Για παράδειγμα, θα περιμέναμε να αρχίσει από τότε ένας ουσιαστικός διάλογος, να μπουν τα βασικά σημεία σε όλο το χώρο και να γίνει μια συζήτηση και μια προσπάθεια ουσιαστικής συζήτησης από όλες τις πλευρές και από εμάς τους πανεπιστημιακούς. Θεωρώ ότι η ηγεσία που υπήρχε εκείνον τον καιρό στην ομοσπονδία των πανεπιστημιακών δασκάλων είχε δηλώσει και με αυτήν τη σημαία είχε πάρει την ηγεσία, ότι το πανεπιστήμιο μας πρέπει να αλλάξει ουσιαστικά και ριζικά, δεν είναι το πανεπιστήμιο που μας αξίζει, δεν είναι το πανεπιστήμιο που μας αντιπροσωπεύει. Το επιστημονικό δυναμικό που περιέχει το πανεπιστημιακό σύστημα είναι σε πολύ υψηλότερο επίπεδο και χρειάζεται ένα άλλο θεσμικό μανδύα. Το είχαμε δηλώσει καθαρά και ξάστερα στο σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας και είχαμε από τότε συγκεκριμένες προτάσεις. Αντί να γίνει αυτό, δηλαδή αντί η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να μπει μπροστά με θάρρος, με αποφασιστικότητα, όχι με φοβικά συμπλέγματα, επιθετικά μπροστά στη συζήτηση, να εξηγήσει, να ερμηνεύσει μέσα στην κοινότητα τις πτυχές της γενικότερης θεωρίας που είχε, είδαμε την ηγεσία να κλείνεται στο Υπουργείο.
Είδαμε την ηγεσία να κλείνεται στο Υπουργείο και παράλληλα είδαμε φαινόμενα, τα οποία προφανώς δεν μπορούμε να τα αποδώσουμε σε συγκεκριμένο κέντρο, αλλά είδαμε φαινόμενα σκανδαλολογίας, φαινόμενα υποβιβασμού του πανεπιστημιακού συστήματος σε πολλά επίπεδα και στο ανώτερο. Αυτά μας ενόχλησαν, αυτά πολλές φορές μάς οδήγησαν να καταγγείλουμε υψηλά ιστάμενους σε όλα τα επίπεδα και προφανώς δεν βοήθησαν σε ένα κλίμα ηρεμίας και νηφαλιότητας για να γίνει συζήτηση που επαναλαμβάνω έπρεπε να είχε ξεκινήσει τουλάχιστον είκοσι μήνες πριν.
Επίσης, είδαμε ένα άλλο στοιχείο, το οποίο πήγαινε και κάπως πίσω, ένα σημαντικό θέμα, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, της χρηματοδότησης της έρευνας μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο, όχι από τον μη δυνάμενο κρατικό κορβανά, αλλά από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και χρήματα. Εκεί, ακόμα και σήμερα δεν έχει ανοίξει η στρόφιγγα της χρηματοδότησης, έχουν υποβληθεί σειρά προγραμμάτων, όλοι οι συνάδελφοι έχουν εμπλακεί σε μεγάλο αριθμό προγραμμάτων και ακόμα δεν έχουμε δει αποτέλεσμα. Αυτό έχει οδηγήσει το πανεπιστημιακό σύστημα, τους πανεπιστημιακούς και τους ερευνητές, ειδικά τους νεότερους στο εξωτερικό και πολλοί από αυτούς είναι έτοιμοι με τις βαλίτσες για να φύγουν. Έχουμε μια διαρροή σημαντικού επιστημονικού δυναμικού προς εξωτερικό. Εκεί, οι ευθύνες κατανέμονται όπως κατανέμονται στο πολιτικό σύστημα, γιατί δεν ξεκίνησε η ιστορία μόνο το 2009 έχει ουρά προς τα πίσω, ούτε και το 2007, ίσως ακόμα πιο πίσω. Με αυτά τα στοιχεία, προφανώς η ανταπόκριση της πανεπιστημιακής κοινότητας στο μεγάλο θέμα της αλλαγής, ενώ ήταν ώριμη για να μπει με σοβαρά στοιχεία, με σοβαρά δεδομένα σε αυτή τη συζήτηση, η διαδικασία αυτή μπλόκαρε και μπλόκαρε όχι με δικές της ευθύνες επαναλαμβάνω.
Ερχόμαστε στο σήμερα, και επειδή ο χρόνος δεν είναι πολύς. Σήμερα μπροστά μας έχουμε επιτέλους ένα σχέδιο νόμου, το οποίο βάζει μερικά κεντρικά σημεία, στα οποία θέλω να αναφερθώ και ορισμένα κάποιοι συνάδελφοί της συνόδου τα ανέλυσαν και σε όποια συμπίπτουν οι θέσεις μας θα είμαι πολύ σύντομος.
Όσον αφορά τη διοίκηση του πανεπιστημιακού συστήματος, είμαστε υπέρ ενός τρίπολου. Ο ένας πόλος είναι ο πρύτανης με την σύγκλητο, ο δεύτερος πόλος είναι το συμβούλιο και ο τρίτος πόλος είναι η νέα ΑΔΙΠ. Θεωρούμε ότι και οι τρεις πόλοι έχουν σημαντικό ρόλο και η χρυσή τομή της σχέσης μεταξύ τους είναι αυτή που θα καθορίσει την επιτυχία ή μη του συνολικού σχεδίου. Όσον αφορά τον τρίτο πόλο, θεωρούμε ότι είναι ο πιο κρίσιμος, η εξωτερική αρχή και θα θέλαμε να είναι ανεξάρτητη αρχή, θα θέλαμε να είναι όσο γίνεται πιο μακριά από την πολιτική ηγεσία και συγκεκριμένα το Υπουργείο Παιδείας. Η νέα ΑΔΙΠ θα κάνει την αξιολόγηση, θα επιβλέπει ουσιαστικό έλεγχο και λογοδοσία στα πανεπιστήμια. Ο τρίτος πόλος, θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα για να μπορέσει το σύστημα να λειτουργήσει. Προφανώς το συμβούλιο θα πρέπει να είναι καθαρά ελεγκτικό, να διαχειρίζεται την αξιολόγηση και την εσωτερική λογοδοσία. Προφανώς ο πρύτανης και η σύγκλητος θα πρέπει να διοικούν το πανεπιστήμιο. Επίσης, ο πρύτανης και τα μονοπρόσωπα όργανα θα πρέπει να εκλέγονται μόνο από το καθηγητικό προσωπικό όλων των βαθμίδων και όχι από άλλες συνιστώσες του πανεπιστημίου, δηλαδή μόνο από αυτούς που έχουν τη γνώση και την εμπειρία για το συνολικό σύστημα ή που θεωρούμε ότι πρέπει να ξέρουν και να έχουν την εμπειρία του συνολικού συστήματος. Επαναλαμβάνω για να μη θεωρηθεί ότι αυτό είναι συντεχνιακό οι άλλοι δύο πόλοι, το συμβούλιο και η νέα ΑΔΙΠ θα πρέπει να έχουν πολύ ουσιαστικό ρόλο στα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί. Αυτό το τρίπολο θα πρέπει να ισορροπεί και θα μπορεί να επιτελεί το έργο του, προφανώς με εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά αν δομηθεί έτσι ώστε οι συγκρούσεις να είναι δημιουργικές, νομίζω ότι αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο για την επόμενη μέρα και την εποχή του πανεπιστημίου. Επίσης, είναι σημαντικό να έχουν δικαίωμα του εκλέγεσθαι και αναπληρωτές καθηγητές στο συμβούλιο και στα άλλα όργανα.
Όσον αφορά τις σπουδές, το τμήμα το περιέγραψε πολύ σωστά ο συνάδελφος κ. Παπαθεόδωρου. Είναι εκπαιδευτικό, όμως έχει και συγκεκριμένες ακαδημαϊκές αρμοδιότητες και τμήματα θα πρέπει να συγκροτηθούν στη βάση συγκεκριμένων επιστημονικών αντικειμένων. Μπορεί να υπάρχουν και προγράμματα σπουδών, τα οποία είναι κυρίως διεπιστημονικού χαρακτήρα, αλλά τα κλασικά τμήματα που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο δεν καταλαβαίνω γιατί δεν πρέπει να τα έχει το ελληνικό πανεπιστήμιο και θα πρέπει να έχουν ορισμένες αρμοδιότητες και η διοίκηση να ασκείται από τη σχολή.
Όσον αφορά τα εκλεκτορικά, θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρχει σε εθνικό επίπεδο κατάλογος από τον οποίο θα επιλέγονται σε μεγάλο αριθμό οι υποψήφιοι για τα εκλεκτορικά σώματα και προφανώς η διαχείριση της συγκρότησης του εκλεκτορικού σώματος δεν μπορεί, όπως ήταν στο προσχέδιο να ανατίθεται μόνο στον κοσμήτορα, θα πρέπει να είναι σε ένα ευρύτερο σώμα, του οποίου μια σχετικά καλή προσέγγιση υπάρχει στο σχέδιο νόμου.
Επίσης όσον αφορά τις σπουδές, έχουμε τις προπτυχιακές σπουδές και σαφώς και ρητά θα πρέπει να αναφέρεται ότι αυτές είναι δωρεάν. Έχουμε επίσης τις μεταπτυχιακές σπουδές σε Master και διδακτορικό και εκεί το κάθε ίδρυμα θα αποφασίσει πώς θα τις διαχειριστεί σε σχέση με τα δίδακτρα, θα πρέπει να είναι η απόφαση του ιδρύματος.
Κάπου στο σχέδιο νόμου, δεν υπήρχε στο προσχέδιο αναφέρεται μια διαδικασία επιλογής από προγράμματα από το πρώτο έτος, το οποίο κάπου το καθορίζει ως ενιαίο σε μια σχολή προς τα προγράμματα σπουδών. Εάν με αυτό εννοείται ότι οι φοιτητές θα μπαίνουν σε μια σχολή και μετά θα γίνεται επιλογή από το πρώτο στο δεύτερο έτος σε ποια κατεύθυνση θα πάει κάποιος, είμαστε κάθετα αντίθετοι. Εισάγουμε καινά δαιμόνια στο πανεπιστημιακό σύστημα που δεν νομίζω ότι μπορεί να τα αντέξει σε αυτή τη συγκυρία. Οι φοιτητές θα πρέπει προς το παρόν να εισάγονται κατευθείαν είτε σε τμήματα, είτε σε προγράμματα σπουδών κατευθείαν και δεν πρέπει να έχουμε το σκαλί της επιλογής.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, το κράτος διασφαλίζει τη χρηματοδότηση για τα λειτουργικά έξοδα, για τις δημόσιες δαπάνες και για τη μισθοδοσία όλου του προσωπικού και από εκεί και πέρα με το νέο όργανο γίνεται η διαχείριση.
Ο ενιαίος χώρος ακαδημαϊκός και έρευνας, με τους ερευνητές θα πρέπει πράγματι να προχωρήσουμε μαζί σε πολλά σημεία και ειδικά στις μεταπτυχιακές σπουδές δεύτερου και τρίτου κύκλου. Να υπάρχει ευελιξία σε ορισμένα πανεπιστήμια εάν το θέλουν να οργανώσουν περισσότερες από μία μεταπτυχιακές σχολές. Δεν μπορώ να φανταστώ το πανεπιστήμιο Αθηνών με μια μεταπτυχιακή σχολή. Ίσως στο επόμενο βήμα να υπάρξει συνεργασία μεταπτυχιακών σχολών, αλλά θα πρέπει να έχουμε περισσότερες στα πολύ μεγάλα και αν αυτό συνδυαστεί με τη συγχώνευση των πανεπιστημίων θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένο να μπει διαζευκτικό «ή» σχολή μεταπτυχιακή ή σχολές.
Η ΑΔΙΠ επανέλαβα ότι σαν ανεξάρτητη αρχή θα πρέπει να πάει στα αντίστοιχα του συντάγματος. Κύρια Υπουργέ, εκεί που λέει επιστημονικές και λοιπές άδειες υπάρχει μια φράση η οποία έχει διαφύγει. Συγκεκριμένα λέει ότι η επιστημονική άδεια δεν χορηγείται σε καθηγητές που απέχουν λιγότερο από τέσσερα έτη από τη συνταξιοδότησή τους. Νομίζω ότι τα άλογα δεν πρέπει να το σκοτώνουν όρθια. Δεν έχει νόημα.
Εάν κάποιος συνάδελφος θέλει τον τελευταίο χρόνο της θητείας του στο πανεπιστήμιο, μετά από 30, 35 ή 40 χρόνια θητείας, να πάρει μια επιστημονική άδεια, νομίζω ότι το δικαιούται. Θα επιστρέψει, διότι μετά ως ομότιμοι προβλέπεται ότι συμμετέχουν στα μεταπτυχιακά και, προφανώς, συνεχίζουν την έρευνα.
Θετικά στοιχεία είναι πρώτον, η αξιολόγηση των καθηγητών. Οι συνάδελφοι που έχουν υπηρετήσει στην Αμερική, για παράδειγμα, μπορούν να μας το επιβεβαιώσουν, αλλά όχι η επανάκληση. Αυτό που έχει μέσα ο νόμος με την πενταμελή επιτροπή κ.λπ. είναι η επανάκληση. Εάν αυτό σημαίνει ότι, επανακρινόμενος στην πενταετία, μετά αυξάνεται ο μισθός του, μπορούμε να το δούμε.
Δεύτερον, ο συνήγορος του φοιτητή είναι προφανώς κάτι θετικό.
Τρίτον, τα συγγράμματα είναι πολύ θετικό.
Τέταρτον, το πρόγραμμα εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση, επιτέλους, πρέπει να γίνει.
Είμαι σίγουρος ότι τον επόμενο χρόνο θα συζητάμε πάλι το νόμο, για να διορθώσουμε τα αρνητικά του. Ίσως για πολλά χρόνια, κάθε χρόνο, θα πρέπει να συζητάμε για να ισιώσουμε τα στραβά.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ(Πρόεδρος της Επιτροπής): Τον λόγο έχει ο κ. Τσάκνης.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΚΝΗΣ(Πρόεδρος της ΟΣΕΠ-ΤΕΙ): Η αναγκαιότητα της αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου στην ανώτατη εκπαίδευση ακούστηκε από όλους. Αν ρωτήσουμε την κοινωνία, θα δούμε ότι είναι πιο μπροστά από μας και απαιτεί αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση. Άρα, δεν τίθεται θέμα αν έπρεπε να έχει έρθει ένας νόμος. Ήταν, σαφώς, επιβεβλημένος, ίσως ακόμη νωρίτερα.
Στην διοίκηση όλοι συμφωνούμε ότι πρέπει να υπάρχει λογοδοσία. Άρα όλοι αναγνωρίζουν το συμβούλιο. Όμως, στα μονοπρόσωπα όργανα- όλοι τοποθετήθηκαν- πρέπει να εκλέγονται από τους καθηγητές. Αυτό είναι μια καινοτομία, διότι οι φοιτητές έχουν το 40% και οι άλλες συνιστώσες. Όλοι ξέρουμε ότι η για να εκλεγεί κάποιος πρύτανης ή πρόεδρος, χρειάζεται τους φοιτητές και είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που αυτό δεν γίνεται. Άρα, δεν χρειάζεται να πάμε από το ένα άκρο στο άλλο. Το σύστημα πρέπει να πάει σταδιακά στα ευρωπαϊκά δεδομένα και από κει και πέρα θεωρώ κροκοδείλια δάκρυα κάποιων που μιλάνε για τους φοιτητές. Σίγουρα και στα μεταπτυχιακά αυτή η σχέση δημιουργεί συναλλαγή.
Πιστεύω ότι στη διοίκηση πρέπει να συμμετέχουν και οι αναπληρωτές καθηγητές. Ειδικά στα περιφερειακά ιδρύματα κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε μια κάστα που θα εναλλάσσεται στην εξουσία, άρα όσο πιο πολλοί συμμετέχουν, τόσο πιο σημαντικό θα είναι να υπάρχει μια ισορροπία.
Όσον αφορά στα τμήματα, επιμένω κι εγώ ότι το τμήμα πρέπει να αποτελεί την βασική ακαδημαϊκή μονάδα και όχι τα προγράμματα σπουδών.
Όσον αφορά τα Τ.Ε.Ι., αυτά τα ιδρύματα έχουν ακολουθήσει μια εξελικτική πορεία μετά το νόμο 1404/1983, όταν ο νομοθέτης τα ενέταξε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στη συνέχεια, από τους καθηγητές κυρίως που ήθελαν να αποδείξουν στην κοινωνία ότι μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο, άρχισαν να κάνουν μεταπτυχιακά με ξένα πανεπιστήμια και υπήρχε το πρόβλημα αναγνώρισης από το τότε ΔΙΚΑΤΣΑ και νυν ΔΟΑΤΑΠ, αλλά πάντα έτρεχαν μπροστά από τις εξελίξεις. Στη συνέχεια ήρθε ο νόμος 2916/2001 που ήταν ορόσημο και ενέταξε τα ΤΕΙ και τυπικά στην ανώτατη εκπαίδευση. Αν διαβάσετε την εισήγηση, αναφέρει ότι έχουν τα χαρακτηριστικά τη ανώτατης εκπαίδευσης. Φυσικά , δεν θεωρώ ότι όλα τα ιδρύματα είναι το ίδιο, ούτε στα Τ.Ε.Ι. ούτε στα πανεπιστήμια. Κάποιος έχει χαρακτηρίσει τα Τ.Ε.Ι. ασανσέρ, διότι υπάρχουν τμήματα όπου η βάση εισαγωγής είναι τα 100.700 και υπάρχουν αντίστοιχα τμήματα που δεν έχουν φοιτητές.
Ο νόμος 3549 ήταν, επίσης, μια τομή , διότι το 2007 ενέταξε τα Τ.Ε.Ι. μαζί με τα πανεπιστήμια σε ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Στην πορεία έγινε μια σειρά μεταπτυχιακών και πιστεύω ότι πρέπει να είναι δύο παράλληλοι τομείς, αλλά τα ΤΕΙ δεν έχουν ανταγωνιστικότητα με τα πανεπιστήμια. Δουλεύουν συμπληρωματικά. Δεν έγινε «πανεπιστημιοποίηση» των Τ.Ε.Ι., έγινε «ΤΕΙοποίηση» των πανεπιστημίων. Δηλαδή, αντιγράψουμε τις καλές ειδικότητες. Από το 1974 μέχρι το 2002 η ιατρική σχολή έκανε νοσηλευτική. Δεν πιστεύω ότι υπήρχε αναγκαιότητα να το κάνει. Το ίδιο έγινε στην πληροφορική και σε άλλα τμήματα. Άρα, ένας λόγος που τα Τ.Ε.Ι. δεν έχουν εισακτέους είναι και αυτός.
Κατ' αρχάς, εμείς συμμετείχαμε στο διάλογο πάντα. Τα Τ.Ε.Ι. ήταν πρωτοπόρα, δεν είχαν τίποτε να χάσουν, πάντα κέρδιζαν, αναλύοντας με σοβαρότητα και επιστημονικότητα όλα τα θέματά τους. Περιμέναμε να κάνουμε την τοποθέτησή μας στο τελικό σχέδιο νόμου. Φυσικά, με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι οι προτάσεις μας δεν υιοθετήθηκαν στο τελικό σχέδιο νόμου και γι' αυτό χθες βγάλαμε μια πολύ σκληρή ανακοίνωση για το νόμο-πλαίσιο. Η αποστολή των ιδρυμάτων, όπως περιγράφεται, αλλάζει τη φιλοσοφία και των δύο νόμων, του 2916 και του 3549. Ο ένας μιλάει για επαγγελματικά πεδία και ο άλλος για επαγγελματικές ομάδες. Εμείς λέμε να παραμείνει η αποστολή, όπως ήταν στο νόμο 2916/2001.
Το άλλο θέμα έχει να κάνει με την έρευνα. Στα πλαίσια της συνεργασίας αυτή τη στιγμή, πολλά ερευνητικά κέντρα συνεργάζονται με τα Τ.Ε.Ι.. Για παράδειγμα, το Τ.Ε.Ι. Κρήτης συνεργάζεται με το ………….. με το οποίο έχουν προγραμματική συμφωνία, όμως αυτό δεν αποτυπώνεται στον παρόντα νόμο. Το άρθρο 42 μιλά μόνο για συνεργασία πανεπιστημίων, ενώ το σωστό θα ήταν να έλεγε για συνεργασία ΑΕΙ.
Επίσης, το άλλο μείζον θέμα είναι ο Γ’ κύκλος σπουδών. Εδώ νιώθουμε μια πικρία ότι δεν μπορούμε στο ίδιο μας το σπίτι να οργανώσουμε τον Γ’ κύκλο σπουδών. Εγώ λέω ότι, όσο μπορούν, να μπουν τέτοιες αυστηρές προδιαγραφές, ούτως ώστε όποιο Ίδρυμα μπορεί, όποιο Τμήμα μπορεί, όποια Σχολή μπορεί, να μπορεί να κάνει αυτές τις σπουδές. Εμείς μόνοι μας θέσαμε αυτές τις προδιαγραφές και είπαμε, πρώτον, αυτό το Τμήμα πρέπει να έχει θετική εξωτερική αξιολόγηση και, δεύτερον, οι καθηγητές, που θα συμμετέχουν, να έχουν ικανό αριθμό δημοσιεύσεων, να έχουν εμπειρία στην έρευνα, να έχουν εμπειρία σε μεταπτυχιακά, να έχουν διεθνή αναγνωσιμότητα.
Από εκεί και πέρα, τα Τ.Ε.Ι. δεν θέλουν φραγμούς. Τελευταία, ο ημερήσιος τύπος αναφέρει θεαματική στροφή υποψηφίων στα Τ.Ε.Ι.. Πραγματικά, αυτό με χαροποίησε, αλλά όταν τα Τ.Ε.Ι. δεν παίρνουν αυτά τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν, παρά το ότι είναι θετικό ότι δημιουργήθηκε το Τεχνολογικό Λύκειο, τότε αυτά τα Ιδρύματα δεν θα τα προτιμούν οι υποψήφιοι φοιτητές. Άρα, λοιπόν, χρειάζεται ενίσχυση με τους τρείς κανόνες, που θέτει το νομοσχέδιο, εξωστρέφεια, ανταγωνιστικότητα και διεθνοποίηση και ανταγωνιστικότητα και διεθνοποίηση, εάν έχουμε φραγμούς, δεν θα την κάνουμε.
Επίσης, ένα διάταγμα που καταργήθηκε, το 388/1989, νομίζουμε ότι είναι πολύ σημαντικό για τα επαγγελματικά δικαιώματα που πρόκειται να βγουν. Άρα, αυτό πρέπει να παραμείνει και για το εκπαιδευτικό προσωπικό, παρότι η Υπουργός δεσμεύτηκε ότι θα είναι γενναία, για να μην θιγούν στις μεταβατικές διατάξεις κάποιες κατηγορίες συναδέλφων, ελάχιστοι, οι πιο πολλοί ικανοποιούνται, έχουν, όμως, κάποιο πρόβλημα, όπως και δεν προβλέπεται σαφής διάταξη για το ειδικό τεχνικό προσωπικό. Εμείς λέμε ότι δεν φοβόμαστε, η πολιτεία να μας ενισχύει, γιατί η τεχνολογική εκπαίδευση στην Ελλάδα θα συμβάλλει τόσο στην τεχνολογική ανάπτυξη όσο και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Άρα, λοιπόν, πρέπει να ξεφύγουμε, γιατί και οι συντάκτες του νομοσχεδίου διακρίνονταν και από μια φοβικότητα - δεν μιλάω για την Υπουργό - και από έναν συντεχνιασμό. Αυτό αποτυπώθηκε σε πάρα πολλά άρθρα. Όταν, επίσης, επικαλούμαστε τη Διοίκηση ότι στις 22 από τις 27 χώρες ισχύει αυτό, να επικαλούμαστε όλο το μοντέλο της εκπαίδευσης. Τι έκαναν οι άλλες χώρες; Απλώς στην Αγγλία τα έκαναν ………. Universities, στη Γερμανία και στην Αυστρία παραμένουν τα Faxon Scolen. Να σας πω και ένα στοιχείο. Για να μπει κάποιος στην Αυστρία σε Faxon Scholen δίνει εισαγωγικές εξετάσεις, γιατί έχει απορρόφηση από την αγορά εργασίας, στο Πανεπιστήμιο πάει και εγγράφεται.
Άρα, θα ήθελα όλα αυτά να τα συνεκτιμήσετε και προσδοκούμε τα Τ.Ε.Ι. στο τελικό νομοσχέδιο να τους δοθεί ο ρόλος που πρέπει να έχουν στην ελληνική κοινωνία. Σας ευχαριστώ.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Λυκουργιώτης.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΥΚΟΥΡΓΙΩΤΗΣ (Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας): Κυρία Πρόεδρε, κυρία Υπουργέ, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θα ήθελα, καταρχήν, να σας παρακαλέσω να προσέξετε μια πρώτη σύντομη ιστορική ανασκόπηση, την οποία θα επιχειρήσω για την νομοθετική ιστορία που αφορά τα Πανεπιστήμια και βεβαίως και τα Τεχνολογικά Ιδρύματα. Ο νόμος, που συζητούμε σήμερα, θα πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο αυτής της πορείας για να γίνει κατανοητή η αξία του ή και η κριτική, η οποία θα πρέπει να ασκηθεί σε αυτόν. Μέχρι το 1952 τα δύο μεγάλα Πανεπιστήμια, τουλάχιστον, τα κυβερνούσε ο νόμος του 1952/5343. Ήταν ένας νόμος αισθητικά άρτιος, ο οποίος στην ουσία θεσμοθετούσε το καθεστώς της έδρας, υπήρχε ο τακτικός καθηγητής, η έδρα, αυτό ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στα Πανεπιστήμια. Με αυτόν τον νόμο λειτούργησαν τα Πανεπιστήμια έως το 1982.
Εκείνη την περίοδο περάσαμε πια στο μαζικό Πανεπιστήμιο και περισσότεροι φοιτητές, περισσότεροι διδάσκοντες μπήκαν στα Πανεπιστήμια, επομένως, ήταν ανάγκη να γίνει μια μεγάλη μεταρρύθμιση. Αυτή ήταν η μεταρρύθμιση που κατέληξε στο νόμο 1268/1982 και ο οποίος εισήγαγε πολύ μεγάλες καινοτομίες. Κατήργησε την έδρα, δημιούργησε το τμήμα, τον ενιαίο φορέα διδασκόντων, άνοιξε το Πανεπιστήμιο πάρα πολύ στην κοινωνία. Άνοιξε το Πανεπιστήμιο και στη συμμετοχή και στη δημοκρατία. Αυτό ήταν καλό από μια άποψη.
Από την άλλη άποψη, όμως, δημιούργησε προβλήματα δυσλειτουργίας. Εγώ, προσωπικά, ανδρώθηκα μέσα στο πανεπιστημιακό σύστημα, όπως θα έλεγε και ο κ. Σταυρακάκης, με αυτόν τον νόμο. Επομένως, έχω δει τα θετικά του σημεία, διότι ο νόμος αυτός έδωσε τη δυνατότητα σε πάρα πολλούς νέους ερευνητές να δουλέψουν σκληρά και να ανεβάσουν τα Πανεπιστήμια και σήμερα στα Πανεπιστήμια υπάρχουν πραγματικά περιοχές αριστείας. Υπήρχαν, όμως, εγγενώς μέσα σε αυτό τον νόμο πάρα πολλές στρεβλώσεις. Θα μου επιτρέψετε να τις σκιαγραφήσω όσο γίνεται πιο σύντομα. Η πρώτη μεγάλη στρέβλωση ήταν ότι η συμμετοχή των φοιτητών ήταν υπερβολικά μεγάλη. Δεύτερον, ότι το Πανεπιστήμιο το κυβερνούσαν πάρα πολύ πολυπληθή όργανα, πολύ μεγάλα σε αριθμό.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Το Πανεπιστήμιο Πατρών το κυβερνούν πάνω από 80 συλλογικά όργανα. Εάν μετρήσει κανείς τους τομείς, τα τμήματα, τα διοικητικά συμβούλια, τις κοσμητείες, τη Σύγκλητο κ.λπ., είναι ένα σύστημα, το οποίο δεν είναι καθόλου αποτελεσματικό. Το μεγαλύτερο μέρος των μελών ΔΕΠ είναι υποχρεωμένο να μετέχει σε αυτά τα συμβούλια. Έτσι, λοιπόν, ένας ακαδημαϊκός, ο οποίος θα πρέπει να έχει ως πρώτιστο καθήκον την έρευνα και τη διδασκαλία, είναι αναγκασμένος να δαπανάει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του για να ασκεί και διοίκηση. Αυτό είναι μια, κατά τη γνώμη μου, σημαντική στρέβλωση.
Ένα δεύτερο θέμα είναι ο τρόπος της εκλογής, κυρίως, των μονοπρόσωπων οργάνων. Ας πάρουμε τον τρόπο εκλογής του Πρύτανη, το ίδιο ισχύει και για τα άλλα μονοπρόσωπα όργανα. Πώς εκλέγεται σήμερα ο Πρύτανης; Εκλέγεται σαν να είναι ένας Βουλευτής ή ένας Δήμαρχος. Δηλαδή, η δημοκρατία είναι η συνιστώσα, η οποία κυριαρχεί στην εκλογή του. Πώς εκλέγεται, όμως, ένας τακτικός Καθηγητής, ένας Καθηγητής; Εκλέγεται από ένα πολύ πιο κλειστό σώμα με βάση κυρίως τη συνιστώσα της αξιοκρατίας. Εκεί στηριζόμαστε στο φάκελό του, στο τι έχει κάνει και έτσι γίνεται η κρίση. Τι είναι ο Πρύτανης; Ο Πρύτανης είναι κάτι ανάμεσα στα δύο. Επομένως, ο Πρύτανης θα πρέπει να εκλεγεί από μια διαδικασία, η οποία να έχει όχι μόνο τη δημοκρατική συνιστώσα, αλλά και την αξιοκρατική συνιστώσα.
Νομίζω ότι σε αυτό το σημείο έρχεται να απαντήσει ο καινούργιος νόμος, ο οποίος μετά από 30 χρόνια ανατρέπει αυτό που υπήρχε, που καθιερώθηκε το 1982. Ενδιαμέσως, βέβαια, υπήρξαν πολύ μεγάλες προσπάθειες. Ο νόμος του 1992 που κατέθεσε ο κ. Σουφλιάς ή ο νόμος της κυρίας Γιαννάκου προσπαθούσαν να διορθώσουν ατέλειες και στρεβλώσεις που είχε ο νόμος πλαίσιο. Σήμερα, όμως, επιχειρείται μια αλλαγή, η οποία είναι πολύ πιο ριζική. Επομένως, με αυτό το παράδειγμα θα ήθελα κάπως να αφήσω την εκλογή του Πρύτανη. Αυτό το οποίο επιδιώκεται σήμερα είναι ο Πρύτανης να εκλέγεται έμμεσα, δηλαδή, πρώτα να εκλέγεται ένα συλλογικό όργανο. Επομένως, το ανώτατο όργανο στα Πανεπιστήμια, σύμφωνα με το νέο νόμο, δεν θα είναι ατομικό, δεν θα είναι μονοπρόσωπο, αλλά θα είναι συλλογικό, θα είναι το Συμβούλιο. Το Συμβούλιο έχει τα χαρακτηριστικά ότι διευρύνει, κατά την άποψή μου, την έννοια της αυτοδιοίκησης προς το εξωτερικό περιβάλλον.
Δηλαδή, δεν είναι μόνο οι πανεπιστημιακοί οι οποίοι κυβερνούν το πανεπιστήμιο, αλλά αυτή είναι βάση προφανώς, αυτοί εκλέγονται από την κοινότητα. Αλλά, αυτοί όμως εκλεγούν με τη σειρά τους, με πολύ αυστηρές διαδικασίες, νομίζω με τα τρία ή τέσσερα πέμπτα, εκλεγούν τα εξωτερικά μέλη. Το στοίχημα, κατά την άποψή μου, το οποίο έχω πει αρκετές φορές στο Υπουργείο, είναι η ποιότητα των εξωτερικών μελών. Εάν κανείς εξασφαλίσει υψηλή ποιότητα στα εξωτερικά μέλη, τότε θα έχει ένα συλλογικό όργανο το οποίο, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να είναι κυρίως εποπτικό και ελεγκτικό. Είναι στο κείμενο που διαβάζω, εκτός από μία, δύο βασικές αρμοδιότητες όπως είναι η εκλογή του πρύτανη και τον κοσμητόρων. Κατά βάση, οι αρμοδιότητες που διαβάζω είναι όντως εποπτικές και ελεγκτικές. Επομένως, αυτή είναι η κύρια διαφορά. Πηγαίνουμε από το ατομικό όργανο, από το μονοπρόσωπο στο συλλογικό. Στη συνέχεια, οι πρυτάνεις και οι κοσμήτορες εκλέγονται από μια διαδικασία που συνδυάζει την αξιοκρατική συνιστώσα, την ανοιχτότητα και τη δημοκρατία σε μια ισορροπία που κανείς μπορεί να έχει διαφορετικές απόψεις. Για παράδειγμα, εγώ έχω προτείνει εναλλακτικά θα μπορούσε το συμβούλιο να προτείνει τους δύο πρώτους και να έχουμε τελική εκλογή από το σώμα. Αυτό το οποίο βλέπω να γίνεται είναι κάτι αντίστοιχο. Δηλαδή, είδα ότι στην τελευταία αλλαγή του κειμένου εκλέγεται, εκτός από το συμβούλιο, μια επιτροπή πενταμελής από καθηγητές από όλα τα τμήματα, η οποία επίσης εμπλέκεται στην εκλογή του Πρύτανη. Επομένως, τώρα είναι ένα θέμα που κανείς πρέπει να ισορροπήσει.
Στα θετικά του νέο κείμενου, διότι δεν έχω πολύ χρόνο, του νέου νομοσχεδίου, θα έλεγα τη μετατόπιση της διοικητικής λειτουργίας από το τμήμα στη σχολή, με προφανή, αν θέλετε, διοικητικά αποτελέσματα. Είναι άλλο να έχει κανείς κατακερματισμένες γραμματείες σε μικρές μονάδες και άλλο να έχει πολύ μεγαλύτερες στη σχολή. Η ίδρυση της σχολής μεταπτυχιακών σπουδών, η αυστηροποίηση των διατάξεων για την ακαδημαϊκή εξέλιξη η οποία γίνεται πολύ ανοιχτή ποια, ακόμα και για τα διδακτορικά διπλώματα. Επίσης, στα θετικά βλέπω την τακτοποίηση αυτού που συμβαίνει σήμερα με τους φοιτητές, ότι οι φοιτητές με συγκεκριμένο τρόπο μπορεί να σπουδάζουν. Η αντικατάσταση των γραπτών συγγραμμάτων από ηλεκτρονικά. Εγώ προσωπικά, την τελευταία πενταετία, έχω ένα σύγγραμμα το οποίο έχω βγάλει στο διαδίκτυο και μπορεί να διαβάζουν, όχι μόνο οι φοιτητές μου, αλλά και όλοι οι άλλοι. Νομίζω ότι ζυγίζοντας κανείς τα αρνητικά ενός κειμένου, που αναπόφευκτα θα υπάρχουν, κάθε ανθρώπινο κατασκεύασμα έχει και αρνητικά σημεία με τα θετικά. Θα ήθελα να πω ότι κλίνω υπέρ των θετικών και γι' αυτό υποστηρίζω αυτό το νομοσχέδιο. Σας ευχαριστώ.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Σας ευχαριστούμε, κύριε Λυκουργιώτη. Ήσασταν ακριβέστατος στο χρόνο. Το λόγο έχει ο κ. Δημήτρης Λουκάς.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΟΥΚΑΣ (Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών): Κυρία πρόεδρε, κ. Υπουργέ, κυρίες και κύριοι βουλευτές. Ακολουθώντας τη συμβουλή της Προέδρου, να ξεκινήσω καταρχήν από τα θετικά.
Η κοινότητα μας θεωρεί ιδιαίτερα θετική ενέργεια την ένταξη του ερευνητικού ιστού του της ΓΕΓΕΤ στο Υπουργείο Παιδείας. Το θεωρούμε ως μια έμπρακτη αναγνώριση της συμπληρωματικότητας της εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας. Επίσης, θεωρήσαμε ως θετικό στοιχείο την αναφορά στον ενιαίο χώρο παιδείας, εκπαίδευσης και έρευνας. Αλλά, ως εδώ τελειώνουν τα καλά.
Οφείλω να σας ενημερώσω ότι σε ότι αφορά τις κατ’ άρθρων παρατηρήσεις μας, έχουμε καταθέσει ένα οκτασέλιδο κείμενο το οποίο συνοδεύεται από ένα κείμενο 4 σελίδων, όπου εκεί εκτιμούμε, κατά ένα αρκετά συγκροτημένο τρόπο, αναλύουμε το πώς η κοινότητα μας εννοεί τη συγκρότηση του ενιαίου χώρου παιδείας και έρευνας.
Θα ξεκινήσουμε μια γενική παρατήρηση στο νομοσχέδιο η οποία αφορά το γεγονός ότι έχουμε ένα σχέδιο νόμου, το οποίο προσπαθεί να συγκροτήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα σε τρεις κύκλους όπου ο πρώτος έχει κατεξοχήν εκπαιδευτική αποστολή. Ο δεύτερος κύκλος των μεταπτυχιακών είναι προερευνητικός κύκλος. Ο τρίτος κύκλος, ο διδακτορικός, είναι κατεξοχήν ερευνητικός. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ως παράξενο το ότι δεν υπάρχει στο τίτλο του νομοσχεδίου ο όρος έρευνα. Παρόλα αυτά, κατανοούμε την ιστορική σημασία του όρου ΑΕΙ, όπως κατανοούμε, επίσης, ότι για ιστορικούς λόγους δεν υπάρχει όρος έρευνα στην ονομασία του Υπουργείου. Τούτο, όμως, αδυνατούμε να το κατανοήσουμε στην ονομασία της ΑΔΙΠ. Δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ότι η ΑΔΙΠ θα επιτελέσει μόνο ρόλο πιστοποίησης της εκπαίδευσης σε ένα νομοσχέδιο, όπου στο πλείστο των διατυπώσεων υπάρχει ο όρος έρευνα. Θεωρούμε ότι το έργο που θα κληθεί να επιτελέσει δεν θα είναι πλήρες. Με αυτή την έννοια, εμείς προτείνουμε την πρόσθεση του όρου έρευνας. Προτείνουμε την αύξηση του αριθμού ερευνητών σε τρεις και προτείνουμε επίσης, με ένα ακροτελεύτιο παράγραφο, την ένταξη του ερευνητικού συστήματος της ΓΕΓΕΤ σε ότι αφορά την πιστοποίηση του, με λεπτομέρειες που θα καθοριστούν αργότερα στο σχέδιο νόμου για την έρευνα, στο ενιαίο αυτό σύστημα το οποίο θα μας δώσει τη δυνατότητα μιας πιο παραγωγικής μείξης αυτών των φορέων.
Σε ότι αφορά τώρα τα ζητήματα που μας αφορούν, τα οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε ως διεπιφάνεια των δύο χωρών. Ο δεύτερος κύκλος σπουδών, σε ότι μας αφορά, προσδιορίζεται λίγο πολύ με το άρθρο 42, ο οποίος δίνει δυνατότητα συνεργασιών μεταξύ των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων. Δυστυχώς, όμως, το άρθρο 11 αποκλείει από κάθε θέση ευθύνης τους ερευνητές. Έτσι, ο πυρήνας του άρθρου 42 διαλύεται σε μια ετεροβαρή συνεργασία, στην οποία τα ερευνητικά κέντρα καλούνται να επιτελέσουν επικουρικό έργο. Η τροπολογία που απαιτείται δεν είναι πολύ μεγάλη. Προτείνουμε μια σχετική αναδιατύπωση, ούτως ώστε να αποκατασταθεί η πρέπουσα ισορροπία.
Τρίτος κύκλος σπουδών, τα διδακτορικά. Υπενθυμίζω ότι το ερευνητικό σύστημα της χώρας με τις αδυναμίες του, τα κακά του, τα στραβά του, τις εστίες αριστείας βεβαίως, είναι να δυναμικό σύστημα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στο Δημόκριτο έχουν εκπονηθεί 280 διδακτορικές διατριβές τα τελευταία δέκα χρόνια. Στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, περί τις 120. Στο Αθηνά, 25 τα τελευταία πέντε χρόνια και πάει λέγοντας. Και όμως, κανείς από τους ερευνητές δεν έχει τον τίτλο του κύριου επιβλέποντος σε εργασία, η οποία γίνεται στο εργαστήριο του, υπό τη δική του ευθύνη. Κατανοούμε, επίσης, την ιστορική αιτία και να την αποδεχθούμε, της ύπαρξης υπευθύνων από τα πανεπιστήμια. Αλλά, παρακαλούμε να γίνει η σχετική αλλαγή και όπου υπεύθυνος είναι ο ερευνητής, να είναι ο κύριος επιβλέπων, βεβαίως με συνεπιβλέποντα υπεύθυνο από το πανεπιστήμιο από το οποίο θα δοθεί ο τίτλος σπουδών.
Συνεργασία ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων. Δεν είναι μόνο η εκπαιδευτική διαδικασία. Υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος υποδομών, το οποίο είναι διάσπαρτο στη χώρα, στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα και το οποίο δεν αξιοποιείται όπως θα έπρεπε. Προτείνουμε, λοιπόν, τη προσθήκη στο άρθρο 42, ενός πρόσθετου άρθρου το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας ερευνητικών δικτύων, προκειμένου να επιτύχουμε ορθολογική διαχείριση των εθνικών ερευνητικών υποδομών. Ξέρω, θα μου αντιτείνουν ότι αυτό μπορεί να πάρει στο νομοσχέδιο για την έρευνα. Θα επανέλθω σε αυτό και θα επιχειρηματολογήσω αμέσως πιο κάτω.
Κινητικότητα μεταξύ πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων. Δυστυχώς, το σχέδιο νόμου δεν προνοεί για αυξημένη κινητικότητα μεταξύ των δύο χώρων. Δεν προβλέπει συγκεκριμένες ρυθμίσεις για ερευνητές, καθηγητές, αλλά το εντάσσει σε γενικές πρόνοιες του νόμου. Ούτε προβλέπει αντίστοιχη δυνατότητα των καθηγητών να είναι συνεργαζόμενοι στα ερευνητικά κέντρα. Αφήνει εκτός τη δημιουργία κοινών ερευνητικών ομάδων μεταξύ Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι.. Επιτρέπει όμως μια κατάσταση της συνέχισης της παρούσας κατάστασης, κατά την οποία η μόνη κινητικότητα που παρατηρείται είναι η παρουσία πρωτοβάθμιων καθηγητών ως διευθυντών των ερευνητικών κέντρων. Το δε άρθρο 24, δεν τους θέτει καν σε αναστολή καθηκόντων, λες και η διεύθυνση ενός ερευνητικού ινστιτούτου με ερευνητικό προσωπικό 50 και 60 άτομα είναι πάρεργο.
Όσον αφορά τα εκλεκτορικά σώματα, υπάρχει η θετική κίνηση να ενταχθούν στο σώμα των εκλεκτόρων και οι ερευνητές. Όμως, η παράγραφος 1 του άρθρου 19 αναφέρει με σαφήνεια ότι οι εκλέκτορες είναι καθηγητές, συνεπώς πρέπει να γίνει μια σχετική αναδιατύπωση, διότι μπορεί να είναι κάποιος στο (…….) αλλά να είναι καθηγητής.
Θα ήθελα τώρα να κάνω μια γενική παρατήρηση που αφορά το εξής: Πυρήνας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος είναι οι νόμοι, είναι πολύ σημαντικό όμως, ιδίως οι νόμοι που θα επικαλεστούν την έμπνευση των ανθρώπων που τους εφαρμόζουν να δουν εάν αυτό το επιτυγχάνουν. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα και για την ίδια την πολιτεία, αλλά και για τους πολίτες. Σας υπενθυμίζω ότι έχουμε νόμους οι οποίοι δεν ήταν και οι χειρότεροι, όπως ο νόμος για την έρευνα, ο νόμος της κυρίας Γιαννάκου, οι οποίοι δεν έχουν εφαρμοστεί στην πράξη, καθένας για διάφορους λόγους. Κλείνω, λέγοντας ότι εμείς καταθέσαμε στην Επιτροπή το σύνολο των προτάσεων που στείλαμε στην κυρία Υπουργό από τον Δεκέμβριο του 2010 και οι οποίες θεωρούμε ότι δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη. Τις καταθέσαμε με υψηλό αίσθημα ευθύνης, διότι θεωρήσαμε ότι η αρχική κίνηση της κυβέρνησης να μας εντάξει στο Υπουργείο, θα είχε συνέχεια. Καταθέσαμε όμως και σήμερα και κείμενο συγκεκριμένων τροπολογιών, αλλά δυστυχώς διαψευστήκαμε. Το παρόν σχέδιο νόμου είναι κατώτερο του αναμενόμενου, διότι δεν απαντά στις ανάγκες της εποχής, δηλαδή δεν περιλαμβάνει μια ισχυρή δέσμη ρυθμίσεων για τον ενιαίο χώρο εκπαίδευσης και έρευνας. Οι πρόνοιες του νόμου, όπως σχηματικά τις σκιαγράφησα, δείχνουν ότι το ερευνητικό σύστημα κινδυνεύει να τεθεί θεσμικά ή υπό την επιτροπεία μιας μικρής ομάδας υψηλόβαθμων πανεπιστημιακών ως απλώς επικουρικό του ερευνητικού τους έργου στα Α.Ε.Ι.. Αυτό, αποτελεί κακή παρακαταθήκη για την επερχόμενη συζήτηση που αφορά το νέο θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα και την αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού. Ολοκληρώνω, λέγοντας ότι η κοινότητα μας απαιτεί την άρση αυτής της ασυμμετρίας και την καθιέρωση σχέσεων λειτουργικής ισοτιμίας μεταξύ των δύο συστημάτων. Ευχαριστώ.
ΧΡΥΣΗ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει η Υπουργός.
ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ (Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων): Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε. Θα ήθελα να υπενθυμίσω στον κ. Λουκά ότι είναι σε εξέλιξη οι διαδικασίες για τον νόμο που αφορά τον ενιαίο χώρο της έρευνας. Το ΕΣΕΤ έχει την ευθύνη των προτάσεων, υπήρξε διαβούλευση επί ένα χρόνο σε τέσσερις πόλεις της χώρας και έχουμε τον πρώτο κύκλο των αποτελεσμάτων και είναι ένας άλλος νόμος. Θα ήταν ευχής έργον, εάν μπορούσαμε να τα φέρουμε και τα δύο, εγώ όμως, ανθρωπίνως δεν μπορούσα να καταφέρω σε αυτό το χρόνο να έχω και τα δύο αυτά θεσμικά πλαίσια. Όμως, η έρευνα και η απόλυτη ένταξη της, αλλά και η ενοποίηση της και όλα τα σύγχρονα και νέα πράγματα που χρειαζόμαστε και έχουν συζητηθεί και θα έρθουν. Σε αυτό το νομοσχέδιο, αφορούν τη σχέση των ερευνητικών κέντρων, όπως την αποτυπώσατε και των ερευνητών με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά δεν μπορούμε να κρίνουμε ότι το νομοσχέδιο απαντά στα θέματα της έρευνας, γιατί δεν το κάνει.
ΧΡΥΣΗ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι δεν είναι καλό να προκαταβάλουμε νομοθετικές προσπάθειες, οι οποίες πρόκειται να γίνουν στον επόμενο χρόνο.
Το λόγο έχει ο κ. Πολυζωγόπουλος.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος ΟΚΕ): Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε. Θα ήθελα να καταθέσω διάφορες σκέψεις και προτάσεις, γύρω από το μείζονος εθνικής σημασίας θέμα της λειτουργίας των πανεπιστημίων και του εκπαιδευτικού συστήματος. Έχουμε προσπαθήσει εδώ και αρκετά χρόνια να συμβάλουμε σε μια λογική που υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει εθνική συνεννόηση και συναίνεση σε πολύ μεγάλο βαθμό γύρω από το θέματα της παιδείας. Επομένως, σπεύδω εξαρχής να πω ότι επειδή και εγώ παρακολουθώ τις εξελίξεις, θα έπρεπε να πέσουν λίγο οι τόνοι, γιατί δεν περνάμε και τις καλύτερες μέρες μας. Άκουσα προηγουμένως ότι υπάρχει διαρροή επιστημονικού προσωπικού από τα πανεπιστήμια, εγώ όμως θα σας πω ότι υπάρχει κλίμα κύματος μετανάστευσης όλου του αναβαθμισμένου ή μεγάλου τμήματος του δυναμικού της χώρας μας, λόγω της μεγάλης κρίσης που διαπερνά την οικονομία, την κοινωνία και φυσικά ανακόπτει την προοπτική μας. Δεν φιλοδοξώ να νουθετήσω κανέναν, αλλά κάνω έκκληση, όπως ακριβώς την εισπράττω από την αγωνία που συναντά κανείς μέσα στην παραγωγική διαδικασία, στην επαγγελματική λειτουργία και φυσικά στην κοινωνική δραστηριότητα. Η Επιτροπή μας, δεν είναι πανεπιστήμιο, αφού δεν έχουμε πανεπιστημιακή εκπροσώπηση - με τη στενή έννοια - όμως έχουμε την συμμετοχή όλων των εκπροσώπων της παραγωγικής, επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας της χώρας μας. Μετά τη μελέτη και τις προτάσεις που έκανε η Επιτροπή μας, τις οποίες έχετε στα χέρια σας, βλέπουμε το θέμα και από μια άλλη οπτική. Βεβαίως, λαμβάνουμε υπόψη αυτά που λέγονται από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους, όμως σπεύδω να πω ότι δεν μπορεί να είναι η μονοδιάστατη αλήθεια, διότι τα πανεπιστήμιά μας ανήκουν κατά κύριο λόγο στην ελληνική κοινωνία, στον ελληνικό λαό και ο κάθε οικογενειάρχης που προσδοκά να μπει το παιδί του εκεί, θέλει αύριο το πρωί να βρει θέση στην παραγωγική διαδικασία και σε μια αναβαθμισμένη κοινωνία. Επομένως, θα πρέπει να δούμε τα πράγματα και από αυτή την οπτική, πέρα από το τι γίνεται στο εσωτερικό των πανεπιστημίων.
Δεύτερον, επειδή άκουσα και διάβασα διάφορα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη χρηματοδότηση, θεωρούμε ότι είναι απολύτως απαραίτητο να υπάρχει η ανεξάρτητη αρχή χρηματοδότησης, η οποία με κριτήρια αντικειμενικά, με διαφάνεια και αξιολόγηση όλων των προτάσεων, θα πρέπει να έχει την ευθύνη για τη χρηματοδότηση. Τρίτον, όσον αφορά τη διοίκηση, θεωρούμε ότι ορθώς αλλάζει ο τρόπος διοίκησης των πανεπιστημίων. Η θεσμοθέτηση που γίνεται είναι σωστή και πρέπει να προσεχτούν οι γραμμές και η ισορροπία που πρέπει να υπάρχει, έτσι ώστε να παράγεται συνολικό αποτέλεσμα και να μην παρουσιαστούν προβλήματα και τριβές κατά τη λειτουργία. Όμως, το θέμα της διοίκησης οριοθετείται σωστά.
Επίσης, στα ζητήματα της αξιολόγησης βλέπουμε ότι επιτέλους μπαίνουν θέματα που έχουν να κάνουμε σοβαρή αντιμετώπιση αυτού του μείζονος ζητήματος και πρέπει να υποστηριχθούν οι αλλαγές που γίνονται. Όσον αφορά θέματα που έχουν να κάνουν με την επιμέρους λειτουργία, όπως για παράδειγμα με τον περιορισμό του ρόλου των πανεπιστημιακών τμημάτων. Η θέση μας είναι ότι θα πρέπει να αποσυνδεθεί το τμήμα από τη μονοσήμαντη σχέση του με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών. Πολλά τμήματα που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά πανεπιστήμια αποτελούν στην πραγματικότητα προγράμματα σπουδών. Το νέο θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει και να ενθαρρύνει διεπιστημονικές και διατμηματικές συνεργασίες. Θετικά κρίνεται από την πλευρά μας και η προσπάθεια για περιορισμό της χαλάρωσης των σπουδών, με την εισαγωγή της μερικής φοίτησης για εργαζόμενους και τον περιορισμό των πολλαπλών εξετάσεων.
Θεωρούμε, ότι ο δραστικός περιορισμός των πολυάριθμων εξεταστικών περιόδων και η εισαγωγή των απαιτούμενων, όπως για παράδειγμα είναι οι χαριστικές, οι εμβόλιμες ή και άλλες που λειτουργούν, η εισαγωγή προαπαιτούμενων και η λογική αλληλουχία των μαθημάτων, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη βελτίωση της ποιότητας των σπουδών. Ακόμη, αυτό που προβλέπεται από το νομοσχέδιο για τη δια βίου εκπαίδευση στα ΑΕΙ, πιστεύουμε, ότι θα συμβάλει τόσο στην βελτίωση της ποιότητάς της όσο και στην καλύτερη κατάρτιση των επαγγελματιών. Η προβλεπόμενη δυνατότητα ευελιξίας στην οργάνωση προγραμμάτων σπουδών, προσφέρει δυνατότητες μεγαλύτερης προσαρμοστικότητας στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και της αγοράς εργασίας.
Τέλος, θέλω να πω, ότι κρίνουμε θετικά τη δυνατότητα αναδιάταξης των σχολών, μετά από μελέτη φυσικά, και τον περιορισμό της αλόγιστης επέκτασής τους. Είναι σαφές, ότι η πληθώρα και η γεωγραφική διασπορά των πανεπιστημιακών μονάδων σε περισσότερες από 60 πόλεις στη χώρα με γνώμονα την ενδεχόμενη συμβολή τους στην τοπική ανάπτυξη, έχει αποδειχθεί προβληματική ως προς την αποδοτική λειτουργία τους και την ποιότητα των παρεχομένων σπουδών. Επίσης, και αυτό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, ένα τέτοιο μοντέλο είναι αδύνατον να υποστηριχθεί πλέον οικονομικά, ιδιαίτερα κάτω από την παρούσα οικονομική κρίση όπου έχει επιφέρει αποτέλεσμα περικοπής τμήματος συντάξεων φτωχών συνταξιούχων, άρα θα πρέπει να δούμε το πώς οι πόροι αξιοποιούνται αποτελεσματικά και δεν υπάρχει σπατάλη πόρων με αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας τους.
Τέλος, πιστεύουμε ακράδαντα και με αυτό ξεκινούμε την θεώρηση που κάνουμε, ότι τα πανεπιστήμια δεν είναι για τα πανεπιστήμια, είναι για την κοινωνία, είναι για την παραγωγική διαδικασία, είναι για την ανάπτυξη, είναι για την προοπτική της χώρας, είναι για τον πολιτισμό, είναι για όλους τους τομείς που συνθέτουν τον Έλληνα, ως εκ τούτου, είναι υπόθεση συνολικά της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ευχαριστώ.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ(Πρόεδρος της Επιτροπής) : Ευχαριστώ, κύριε Πολυζωγόπουλε. Καλέσαμε μόνο την ΟΚΕ, δεν μπορούσαμε κυρίες και κύριοι Βουλευτές, όπως συμφωνήσαμε και χθες, καλό θα ήταν να είχαμε και την αυτοδιοίκηση, τους εργαζόμενους και τους φορείς παραγωγής. Ας πούμε ότι αυτό θα γίνει όταν ξεκινήσει η εφαρμογή του νόμου.
Θα παρακαλούσα τώρα τον κύριο Φραγκίσκο Βορτελίνο, Πρόεδρο της Ομοσπονδίας του Διοικητικού Προσωπικού Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αντ’ αυτού (λόγω ασθενείας) το λόγο θα πάρει ο κύριος Σάββας Παπαδόπουλος, Γενικός Γραμματέας της ΟΔΠΤΕ.
ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (Γενικός Γραμματέας της ΟΔΠΤΕ): Κυρία Πρόεδρε, ευχαριστούμε για την πρόσκληση και για την ευκαιρία που μας δίνεται να εκφράσουμε τις θέσεις της Ομοσπονδίας μας, αναφορικά με το σχέδιο νόμου το οποίο συζητάμε σήμερα εδώ. Η Ομοσπονδία μας αριθμεί 15.000 μέλη. Κυρία Υπουργέ, κύριοι Βουλευτές, είναι κοινή παραδοχή για την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η σημερινή συζήτηση για το σχέδιο νόμου, είναι μια μεγάλη ευκαιρία που χάνεται για να τεθούν τα θεμέλια ενός δημόσιου, δωρεάν, ανοικτού δημοκρατικού πανεπιστημίου και ΤΕΙ, προσανατολισμένου στις σύγχρονες ανάγκες και απαλλαγμένο από τις γνωστές παθογένειες και στρεβλώσεις που το ταλανίζουν. Το σχέδιο νόμου προβλέπει σαρωτικές αλλαγές που υπονομεύουν καίρια την αυτοτέλεια και το αυτοδιοίκητο των Ιδρυμάτων, καταργεί τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση και τα εντάσσει σε ένα πλαίσιο λειτουργίας, το οποίο αντιγράφει διεθνή μοντέλα, κατά βάση, θετικών Ιδρυμάτων. Μέσα από τις ρυθμίσεις που προωθούνται καταλύεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση των Ιδρυμάτων και θεσπίζεται ένα δαιδαλώδες μοντέλο διοίκησης, ένα μίγμα εκλεγμένων και διορισμένων το οποίο στερείται δημοκρατικής νομιμοποίησης. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις για τη διασφάλιση της δημόσιας χρηματοδότησης, η οποία συνδέεται με τα επιτεύγματα και την απόδοση των Ιδρυμάτων και εξαρτάται από τις χορηγίες και τις επιχειρηματικές χρηματοδοτήσεις. Υποβαθμίζει αυτό καθαυτό το αγαθό της παιδείας, συνδέοντας στενά την εκπαίδευση με την κατάρτιση, εισάγοντας ταχύρυθμα προγράμματα σπουδών αμφίβολης ποιότητας και επαγγελματικής επάρκειας, αναφερόμαστε στις τριετείς σπουδές, στους κύκλους σπουδών ενός- δύο ετών με αντίστοιχους διαβαθμισμένους τίτλους σπουδών, κατακερματισμένα πτυχία δηλαδή και Ιδρύματα δύο ταχυτήτων.
Η συρρίκνωση των δημοκρατικών διαδικασιών με τη μεταφορά εξουσιών και αρμοδιοτήτων σε ένα ολιγομελές όργανο, όπως είναι αυτό το Συμβούλιο Διοίκησης, και η αποδυνάμωση των αιρετών συλλογικών οργάνων, όπως η Σύγκλητος, ενισχύει την αδιαφάνεια και ενθαρρύνει τη συναλλαγή με εξωπανεπιστημιακά ιδιωτικά κέντρα συμφερόντων. Τεράστιο προβληματισμό γεννάει η δημιουργία ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, δίκην Δούρειου Ίππου, και η εκχώρηση σε αυτόν κρίσιμων αρμοδιοτήτων, όπως είναι η έρευνα, η περιουσία Ιδρυμάτων κλπ, οι οποίες αναπόδραστα οδηγούν στον απόλυτο έλεγχο των υπηρεσιών, στον απόλυτο έλεγχο των Ιδρυμάτων, στην ιδιωτικοποίηση (αναφέρεται στο άρθρο 59 παρ.6 του σχεδίου νόμου), γίνεται λόγος για διαδικασία προσφοράς από την πλευρά του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, προσφοράς εκπαιδευτικών, κοινωνικών και ερευνητικών υπηρεσιών και διοργάνωση προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης. Δεν αποσαφηνίζεται το εύρος και τα κριτήρια των συγχωνεύσεων, καθώς επίσης και η αντιμετώπιση των προβλημάτων που αυτές γεννούν για τους εργαζόμενους συναδέλφους, στα υπό κατάργηση ή συγχώνευση Ιδρύματα. Επί του θέματος αυτού, αν και η θέση μας είναι, ότι επιβάλλεται ένας εξορθολογισμός και μείωση του αριθμού των Ιδρυμάτων, αναφερόμαστε σε πολύ μικρά και νεότευκτα Ιδρύματα της περιφέρειας, οι όποιες αποφάσεις ληφθούν πρέπει να είναι προϊόν ενός διαλόγου με τους φορείς της πανεπιστημιακής κοινότητας, με σαφή και καθορισμένα ακαδημαϊκά και εργασιακά κριτήρια. Η ασάφεια των αναφορών στο θέμα του ασύλου, προδίδει τη βούληση για κατάργηση της νομικής υπόστασης του. Ως επισήμανση, τίθεται ένα ζήτημα όπως είναι αυτό του αποκλεισμού έξω από τις διαδικασίες και τις αποφάσεις του διοικητικού προσωπικού, το οποίο δεν εκπροσωπείται σε όργανα διοίκησης, όπως είναι αυτό του Συμβουλίου Διοίκησης. Κάνουμε λόγο για επισήμανση, με την έννοια ότι παρέλκει το ζήτημα της εκπροσώπησης μας μπροστά σε αυτό το παράδοξο από κάθε άποψη σύστημα διοίκησης, με τη θεσμοθέτηση του Συμβουλίου Διοίκησης με αυτή τη σύνθεση και τη διαδικασία εκλογής και της σύστασης του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια θέματα που άπτονται της υπόστασης και της θέσης του διοικητικού προσωπικού μέσα στα Ιδρύματα. Στις μεταβατικές διατάξεις του σχεδίου νόμου, στις αρχικές μεταβατικές διατάξεις που είχαν δοθεί στη δημοσιότητα, υπήρχε η πρόβλεψη και διατυπώνονταν με τρόπο ρητό, ότι οι υπηρετούντες κατά τη δημοσίευση του παρόντος σε θέσεις διοικητικού προσωπικού με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, διατηρούν τη θέση τους στο Ίδρυμα με το νομικό καθεστώς που υπηρετούν και μετά την έναρξη ισχύς του παρόντος νόμου. Η συγκεκριμένη διάταξη, μεταβατική, έχει αποσυρθεί. Επίσης, αντίστοιχη διάταξη μεταβατική έκανε λόγο, η οποία έχει αποσυρθεί επίσης, έλεγε ότι σε περίπτωση συγχώνευσης Ιδρυμάτων, ένταξης σχολών κλπ οι θέσεις όλων των διοικητικών υπαλλήλων με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μεταφέρονται στο ενιαίο Ίδρυμα. Επίσης δεν υπάρχει μέσα στις μεταβατικές διατάξεις και δεν αναφέρεται ρητά μέσα στα άρθρα του σχεδίου νόμου ότι διασφαλίζεται το νομικό καθεστώς της εργασιακής σχέσης των εργαζομένων. Υπάρχει ένα άλλο θέμα, το οποίο έχει να κάνει με τη δυνατότητα μετατροπής της θέσης των διοικητικών υπαλλήλων σε θέσεις ΕΕΠ ή ΕΔΙΠ, εφόσον έχουν τις προϋποθέσεις, κάτι εξάλλου που προβλέπεται στις τωρινές μεταβατικές διατάξεις του σχεδίου νόμου για τους κλάδους ΕΔΙΠ 1 και 2 καθώς και του κλάδου του ΕΤΕΠ.
Μια πρόταση που θα είχαμε να κάνουμε επίσης, αφορά στα κριτήρια για την κατάληψη της θέσης του γραμματέα στα ιδρύματα. Θεωρούμε ότι τα κριτήρια για την κατάληψη της θέσης του στα ιδρύματα πρέπει να είναι να περάσει στην αρμοδιότητα και στην επεξεργασία των ιδρυμάτων, μπορεί να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας των ίδιων των ιδρυμάτων, δηλαδή και να προσδιοριστούν μέσα από τους οργανισμούς.
Διαφωνούμε με τον πυρήνα και τη φιλοσοφία του σχεδίου νόμου, διότι, κατατείνει στην κατάργηση της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. – Τ.Ε.Ι. ως δημόσια ιδρύματα με την πλήρη έννοια του όρου και τα καθιστά ως προς τη λειτουργία τους ανώνυμες εταιρείες, διότι, θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και θα είναι προσανατολισμένα στις ανάγκες της αγοράς. Αυτό προκύπτει εξάλλου, από την ώθηση που δίνει ο νόμος στα ιδρύματα να αναζητούν κονδύλια στον επιχειρηματικό κόσμο. Στην κατεύθυνση αυτή, το μείζον ζήτημα της υποχρηματοδότησης και η αναζήτηση αυτών των κονδυλίων από την αγορά συνεπάγονται δεσμεύσεις, οι οποίες πραγματικά θα είναι κάθε άλλο παρά για τα συμφέροντα του ίδιου ιδρύματος.
Εν κατακλείδι, η θέση μας σε είναι ότι είμαστε αντίθετοι με το σχέδιο νόμου και δράττομαι της ευκαιρίας κυρία Υπουργέ, να υποβάλω διά ζώσης το αίτημά μας, το οποίο έχει υποβληθεί πολλές φορές μέχρι τώρα σε όλη τη θητεία σας, να μας δεχθείτε ως ομοσπονδία. Εκπροσωπούμε 15.000 εργαζόμενους. Δεν κατέστη εφικτή, δεν έχει απαντηθεί καν το αίτημά μας μέχρι τώρα. Δράττομαι της ευκαιρίας λοιπόν και σας ζητάω μια συνάντηση.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Η ελευθερία του λόγου και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών δεν διακονείται μόνο στα πανεπιστήμια, αλλά πρωτίστως μέσα στη Βουλή. Μπορείτε να κάνετε οποιαδήποτε κριτική στο νομοσχέδιο, άλλωστε είναι προς συζήτηση, αλλά προσωπικά ενοχλούμε όταν γίνεται δίκη προθέσεων και πρόβλεψη για το τι ακριβώς τι θα συμβεί και ότι θα πέσουν όλα τα κακά και τα δεινά της χώρας από την δική μας ψήφιση.
Το λόγο έχει ο κ. Ντουντουνάκης.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΝΤΟΥΝΤΟΥΝΑΚΗΣ (Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Ειδικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού Α.Ε.Ι. (Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Δ.Ι.Π.-Α.Ε.Ι.): Αξιότιμη κυρία Υπουργέ, αξιότιμη κυρία Πρόεδρε, Αξιότιμοι κύριοι και κυρίες Βουλευτές, κυρίες και κύριοι, ευχαριστούμε για την πρόσκληση να παρευρεθούμε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.
Έχω την τιμή να εκπροσωπώ την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ειδικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού των Πανεπιστημίων, τον ακαδημαϊκό, δηλαδή, φορέα του Διδακτικού Προσωπικούτων Ειδικών και Εργαστηριακών Μαθημάτων, στα Πανεπιστήμια. Σας καταθέτουμε τις θέσεις της Ομοσπονδίας μας, για το σχέδιο νόμου όπως κατατέθηκε στη Βουλή την 21/7 που αφορά την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι το σχέδιο νόμου διατηρεί αρκετά από τα στοιχεία του κειμένου διαβούλευσης που έχουν προκαλέσει την έντονη αντίδραση του συνόλου σχεδόν της πανεπιστημιακής κοινότητας και προωθείται για ψήφιση στη Βουλή εσπευσμένα, στη διάρκεια των θερινών διακοπών των Πανεπιστημίων χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη μέγιστη συναίνεση της Πανεπιστημιακής κοινότητας.
Επίσης, ο χρόνος που δίδεται από τη δημοσιοποίηση του νομοσχεδίου μέχρι την ψήφιση του από την Ελληνική Βουλή είναι πολύ μικρός. Σε σχέση με τους εργαζόμενους στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, τα πάντα αφήνονται σε διορισμένα μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης, χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες απέναντι σε τυχόν αυθαιρεσίες προς τους εργαζόμενους και το έργο τους.
Ερχόμενος, τώρα, σε όσα αφορούν συγκεκριμένα το Ειδικό και Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό (Ε.Ε.ΔΙ.Π.), το οποίο έχουμε την τιμή να εκπροσωπούμε, έχουμε να παρατηρήσουμε την ανυπαρξία διαλόγου, εκ μέρους του Υπουργείου. Το κείμενο διαβούλευσης μας αγνόησε, αντιμετωπίζοντας μας ως μη σημαντική συνιστώσα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Οι επαφές μας με στελέχη του Υπουργείου έγιναν μετά από δική μας επιμονή, για να πάρουμε ασαφείς απαντήσεις, μισόλογα και αόριστες υποσχέσεις για ενσωμάτωση θέσεων μας σε τυχόν μεταβατικές διατάξεις που δεν ενσωματώθηκαν τελικά στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου. Παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του Υπουργείου και σε αντίθεση με το επίσημο προσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 4/7/11, τελικά ανακαλύπτουμε πως το σχέδιο νόμου βάζει ξαφνικό τέλος στη δοκιμασμένη επί τόσα χρόνια διαδρομή του Ε.Ε.ΔΙ.Π., διασπώντας το σε δύο νεοπαγείς αποκλίνουσες κατηγορίες το Ε.Ε.Π. (Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό) και το Ε.ΔΙ.Π. (Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό). Η στελέχωση αμφοτέρων θα γίνεται πλέον με οριζόντια τυπικά κριτήρια, παραγνωρίζοντας τη σημασία της πολυετούς επαγγελματικής ή διδακτικής εμπειρίας στη συγκρότηση στέρεων προσόντων και χωρίς να δίνεται περιθώριο σχετικής εκτίμησης της φύσης του ειδικού ή και εργαστηριακού διδακτικού έργου που απαιτείται κάθε φορά.
Ο τεχνητός αυτός διαχωρισμός οδηγεί σε καταφανή ακαμψία ως προς τη δυνατότητα επιλογής των καταλληλότερων, σε πραγματική αντιστοιχία με την πολυσχιδία και το διακριτό χαρακτήρα των αντικειμένων που καλούνται σήμερα να θεραπεύσουν τα μέλη Ε.Ε.ΔΙ.Π. Επίσης, επιβάλλει δεσμευτικούς όρους ως προς τη διαμόρφωση του περιεχομένου και του τρόπου διδασκαλίας των ειδικών και εργαστηριακών μαθημάτων, σύμφωνα με τις ιδιάζουσες επιστημονικές ανάγκες.
Θα αναφέρουμε παρακάτω κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα και ερωτήματα που καταδεικνύουν την προβληματική λογική του διαχωρισμού, έτσι όπως επαναφέρεται με την τροποποίηση του άρθρου 29 του προσχεδίου. Με ποια ακαδημαϊκά κριτήρια το εφαρμοσμένο εργαστηριακό διδακτικό έργο σε αντικείμενα κορμού των οικείων επιστημών των σχολών, υπολείπεται αξιολογικά του ειδικού διδακτικού έργου που μπορεί να προσφέρεται από περιφερειακές μονάδες των Ιδρυμάτων, καθώς τεκμαίρεται από τη διαφοροποίηση των ελάχιστων απαιτούμενων τυπικών προσόντων διορισμού στην κάθε προτεινόμενη κατηγορία προσωπικού;
Ποια ακαδημαϊκή λογική υποχρεώνει την κατοχή διδακτορικού διπλώματος για τη διδασκαλία ειδικά και μόνο των ξένων γλωσσών ή της φυσικής αγωγής, εκτός Τμημάτων όπου αυτά αποτελούν βασική κατεύθυνση των σπουδών ως συμπληρωματικής και ελεύθερα επιλεγόμενης γενικής μόρφωσης όταν είναι γνωστό ότι το διδακτορικό δίπλωμα πιστοποιεί την ικανότητα του κατόχου στη πραγματοποίηση πρωτότυπης έρευνας στο πεδίο της οικείας επιστήμης;
Ποια ακαδημαϊκή δεοντολογία επιβάλλει τη διάκριση μεταξύ μελών του ιδίου αντικειμένου, ανάλογα με τη διδακτέα ύλη που αναλαμβάνουν σύμφωνα με τους όρους πρόσληψης τους; Π.χ. μηχανικός Ε.Ε.Π. προσλαμβάνεται για να διδάσκει γραμμικό σχέδιο, ενώ μηχανικός Ε.ΔΙ.Π. προσλαμβάνεται για να διδάσκει ασκήσεις, θέματα και εργαστήρια σε σημαντικά μαθήματα κορμού των πολυτεχνικών σχολών.
Πως είναι δυνατόν να μη νοούνται ως ειδικά και αυτοδύναμα, αντικείμενα εκτός των προσδιοριζόμενων ή των προσφερόμενων στο Ίδρυμα, τα οποία προϋποτίθενται μεν για την ολοκλήρωση της εικόνας μιας επιστήμης, όμως ανήκουν στο εφαρμοστικό πεδίο επιστημών μη συγγενών με αυτές που θεραπεύει το κάθε Α.Ε.Ι. και παρέχονται αποκλειστικά από μέλη Ε.ΔΙ.Π. στο πλαίσιο ενός προγράμματος σπουδών; Π.χ. στοιχεία γεωλογίας, τεχνικές αρχαιομετρίας, τοπογραφίας, συντήρησης, καλλιτεχνικής δημιουργίας κ.ο.κ. σε φοιτητές της Αρχαιολογίας.
Γιατί προβλέπονται, για τα μέλη Ε.Ε.Π. ελάχιστα τυπικά προσόντα ικανά για την εξασφάλιση θέσης βαθμίδας καθηγητή και πως θα διασφαλιστεί η ευρωστία και η αυθυπαρξία της εν λόγω κατηγορίας προσωπικού, όταν είναι προφανή τα αντικίνητρα παραμονής και εξέλιξης εντός αυτής;
Ποια λογική επιβάλλει τέτοιου μεγέθους αναβάθμιση προσόντων πρόσληψης του Ε.Ε.ΔΙ.Π. όταν παράλληλα, αφενός μεν δίνεται η δυνατότητα αυτοδύναμης διδασκαλίας σε προσωπικότητες με αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο στα πανεπιστήμια, αφετέρου σε εντεταλμένους διδάσκοντες στα Τ.Ε.Ι. χωρίς να είναι απαραίτητη η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και για τις δύο περιπτώσεις (άρθρο16, παρ. 4);
Σε καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης (δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια) δεν υπήρξε ποτέ διάκριση μεταξύ της κάθε κατηγορίας διδακτικού προσωπικού (μισθολογική ή άλλη) ανάλογα με το αντικείμενο διδασκαλίας. Ούτε θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί αντίστοιχη διάκριση μεταξύ των μελών ΔΕΠ. Ακόμα και η διαφοροποίηση που υπάρχει μεταξύ διδασκόντων σε πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι. με τον νέο νόμο καταργείται. Ίδιες βαθμίδες-ίδια ονομασία.
Είναι δυνατόν λοιπόν, σε όλο το φάσμα των εκπαιδευτικών να προβλέπεται τέτοια διάκριση μόνο για το Ε.Ε.ΔΙ.Π. και μάλιστα μόνο για τα πανεπιστήμια;
Τέλος, να επισημάνουμε ότι, παρά τη διαφαινόμενη πρόθεση του Υπουργείου για πλήρη ταύτιση στην ονομασία των βαθμίδων και των κατηγοριών προσωπικού στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, ο διαγωνισμός σε Ε.Ε.Π. και Ε.ΔΙ.Π. προτείνεται αναιτιολόγητα μόνο στα πανεπιστήμια που υφίσταται ένας Φορέας, το ΕΕΔΙΠ, ενώ αντίθετα οι αντίστοιχοι υφιστάμενοι δύο κλάδοι των Τ.Ε.Ι., ΕΔΙΠ. και ΕΡΔΙΠ ενοποιούνται.
Η Ομοσπονδία μας λαμβάνοντας υπόψη τη συσσωρευμένη εμπειρία των δέκα και πλέον χρόνων ζωής του φορέα θεωρεί ότι η πρόταση της για ενιαίο Φορέα Ε.Ε.ΔΙ.Π. χωρίς διαχωρισμούς, όπως προέβλεπε το προσχέδιο νόμου που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 4/7/2011 αποτελεί την πιο κατάλληλη και δίκαιη κατάταξη των διδασκόντων που παρέχουν το ειδικό και εργαστηριακό, εφαρμοσμένο διδακτικό έργο, πρόταση που πρέπει να υιοθετηθεί ξανά από το Υπουργείο Παιδείας. Η πρόταση αυτή αποτελεί αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών μας.
Επισημαίνουμε ότι το προσωπικό Ε.Ε.ΔΙ.Π όχι μόνο επιτελεί το έργο για το οποίο προσλήφθηκε εδώ και χρόνια, αλλά έχει επανειλημμένα κριθεί από εκλεκτορικά σώματα για την επάρκεια και την ικανότητα του στο επιτελούμενο διδακτικό έργο και στην εν γένει επιστημονική του δραστηριότητα. Συνεπώς, οποιαδήποτε μεταβατική διάταξη θα πρέπει να περιλαμβάνει όλο το προσωπικό που υπηρετεί σήμερα στο Ε.Ε.ΔΙ.Π. Οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπιση εγείρει σοβαρό ζήτημα άνισης μεταχείρισης και αντισυνταγματικότητας.
Συμπερασματικά, ολόκληρο το προσωπικό που ήδη υπηρετεί, θα πρέπει να περιλαμβάνεται σε τυχόν νέο φορέα με μεταβατική διάταξη.
Πλέον των παραπάνω, οι προτεινόμενες διατάξεις, ουσιαστικά αποκλείουν την εκπροσώπηση των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. (Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Ε.Π.) στα θεσμικά όργανα και εκλεκτορικά σώματα σχεδόν όλων των θεσμικών οργάνων διοίκησης. Ως διδακτικό προσωπικό, διεκδικούμε την αυτόνομη εκπροσώπηση του φορέα μας, με δικαίωμα ψήφου και λόγου για όλα τα θέματα τόσο στα όργανα, όσο και στα εκλεκτορικά σώματα των θεσμικών οργάνων διοίκησης των πανεπιστημίων, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα.
Επίσης, τα μέλη ΕΔΙΠ και ΕΕΠ των νέων κατηγοριών που προτείνονται, επιλέγονται από ολιγομελή επιτροπή, τριμελής, με αποτέλεσμα να υποβοηθείται η ευνοιοκρατία, η αναξιοκρατία και η διαπλοκή, σε αντίθεση με το ισχύον καθεστώς, που προβλέπεται προκήρυξη θέσης με σαφές γνωστικό αντικείμενο, κάτι που δεν είναι σαφές στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο και διαδικασία κρίσης από ειδικό πολυμελές αρμόδιο όργανο τη γενικής συνέλευσης του τμήματος.
Τέλος, αναμέναμε και παρακαλούμε να γίνει περισσότερο σαφής η διάταξη του άρθρου 79, παράγραφος α΄ των μεταβατικών διατάξεων ως προς τα υπηρετούντα κατά τη δημοσίευση του νόμου μέλη ΕΕΔΙΠ.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, προτείνουμε οι σχετικές διατάξεις του σχεδίου νόμου να περιλαμβάνουν τα εξής:Ο φορέας του Ειδικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΕΔΙΠ), διατηρείται.
Τα μέλη της κατηγορίας αυτού του προσωπικού επιτελούν ειδικό ή και εργαστηριακό εφαρμοσμένο διδακτικό έργο στα πανεπιστήμια.
Στα μέλη ΕΕΔΙΠ κατόχους διδακτορικού διπλώματος, δύναται να ανατίθεται αυτοδύναμο διδακτικό έργο.
Τυπικά προσόντα για τον διορισμό σε θέσεις αυτής της κατηγορίας προσωπικού των πανεπιστημίων είναι πτυχίο Πανεπιστημίου ή Τ.Ε.Ι σε συναφές πεδίο με το προς διδασκαλία αντικείμενο και συναφής μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών και τριετής τουλάχιστον επαγγελματική εκπαιδευτική προϋπηρεσία, ή τρεις συναφείς δημοσιεύσεις, ή συναφής μονογραφία, ή συνδυασμός των παραπάνω.
Οι διατάξεις του άρθρου 16, παράγραφος 2α΄, περί γνωστικών αντικειμένων εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας εφαρμόζονται και για τα μέλη ΕΕΔΙΠ.
Τα μέλη ΕΕΔΙΠ εκπροσωπούνται αυτόνομα σε όλα τα όργανα διοίκησης και στα εκλεκτορικά σώματα όλων των θεσμικών οργάνων του πανεπιστημίου.
Τα μέλη ΕΕΔΙΠ, ως μέλη διδακτικού προσωπικού, εκπροσωπούνται αυτόνομα στη ΜΟΔΙΠ του Ιδρύματος.
Τα π.δ. που προβλέπονται στο Άρθρο 29, παράγραφος 6, εκδίδονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 6 μηνών από τη ψήφιση παρόντος νόμου.
Σας έχουμε καταθέσει στα e-mail των βουλευτών, τις μεταβατικές διατάξεις που προτείνουμε.
Τελειώνοντας, θεωρούμε, ότι το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δεν αποτελεί προϊόν συναίνεσης και η ορθότερη και δημοκρατικότερη επιλογή θα ήταν να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος με την πανεπιστημιακή κοινότητα, με γνώμονα την επίλυση προβλημάτων και παθογενειών που μπορεί να υπάρχουν και την αναβάθμιση των Δημόσιων και Δωρεάν ΑΕΙ της χώρας, ώστε να εξασφαλίζονται τα δημοκρατικά και επιστημονικά κεκτημένα και να ανοίγονται νέοι ορίζοντες για την έρευνα και διδασκαλία σε αυτά.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει η κυρία Κακαλιά.
ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΛΙΑ (Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Ειδικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΟΣΥΕΕΔΙΠ)): Εκ μέρους όλων των συναδέλφων του ειδικού διδακτικού προσωπικού των πανεπιστημίων της χώρας, ευχαριστούμε την κυρία Πρόεδρο για τη πρόσκληση.
Το ειδικό διδακτικό προσωπικό, που ανήκει στον κοινό φορέα ΕΔΙΠ, χαιρετίζει κάθε προσπάθεια της πολιτείας για αναδιοργάνωση, αναβάθμιση και άρση αδικιών που έχουν επιτελεστεί μέσα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, και κατά την άποψή μας, οι τομές που πρέπει να γίνουν πρέπει να είναι γενναίες και τολμηρές, για εξυγίανση και κατάργηση ζημιογόνων καταστάσεων, που χρονίζουν μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο και ο κλάδος μας έχει βιώσει μια τέτοια κατάσταση.
Επίσης, θεωρούμε επιτακτική αναγκαιότητα, το συντονισμό και την ευθυγράμμιση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστήμιου, με την ευρωπαϊκή και διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Σε όλες αυτές τις προσπάθειες, με στόχο την ανάδειξη της ελληνικής ανώτατης παιδείας στον διεθνή ακαδημαϊκό χώρο, θα είμαστε συμμέτοχοι σαν ειδικό διδακτικό προσωπικό πάση δυνάμει. Τα μέλη του ειδικού διδακτικού προσωπικού κατέχουν προσωποπαγείς και χωρίς εξέλιξη θέσεις και μετά την εκλογή τους με ανοιχτές διαδικασίες και σύμφωνα με το ΦΕΚ διορισμού τους, επιτελούν ειδικό διδακτικό έργο, αυτοδύναμο, αυτόνομο, σε γνωστικά αντικείμενα εξαιρετικής ιδιαιτερότητας, που συνίστανται κατά κύριο λόγο στη θεωρητική εφαρμοσμένη διδασκαλία των αντικειμένων των ξένων γλωσσών για ειδικούς σκοπούς. Όταν λέμε ειδικούς, εννοούμε για ακαδημαϊκούς σκοπούς, εξειδικευμένη ξένη γλώσσα, της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, που διδάσκεται στο σχολείο της νέας ελληνικής, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, με μεγάλη επιτυχία και με μεγάλη προσέλευση αλλοδαπών φοιτητών και σπουδαστών, του σχεδίου της μουσικής, του θεάτρου, του χορού, της ρυθμικής αγωγής, της φυσικής αγωγής και του αθλητισμού. Υπάρχει αναγκαιότητα ανάδειξης αυτών των γνωστικών αντικειμένων, διότι είναι αντικείμενα ιδιαίτερα συνδεδεμένα με το πολιτισμό και την ανάπτυξη, αλλά και με την αγορά και θα πρέπει να αναδειχθεί και το προσωπικό που τα διδάσκει.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν είναι δυνατόν να ενσωματωθούν με τα χαρακτηριστικά άλλων κλάδων των ΑΕΙ, διότι έτσι αλλοιώνεται η φύση και ο χαρακτήρας των βασικών στοιχείων διορισμού μας και πρωτίστως του έργου μας. Εμείς, σαν ομοσπονδία, εκφράζουμε την ικανοποίησή μας για την προτεινόμενη ρύθμιση μετονομασίας του κλάδου μας σε ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό, σαν ανεξάρτητη και αυτόνομη κατηγορία προσωπικού. Η διεκδίκησή μας αυτή, ήταν ένα επταετές αίτημά μας από της εφαρμογής του ν. 2817/2000 και μετά, όταν είδαμε και τα αποτελέσματα που είχε αυτή η συμβίωση, η παράταιρη, με τους εργαστηριακούς.
Ωστόσο, συμφωνούμε με την προτεινόμενη ρύθμιση και επισημαίνουμε ωστόσο κάποια σημεία που χρήζουν, κατά την άποψή μας, επανεξέταση.
Σχετικά με το άρθρο 29.1α΄ που μας αφορά, η μετονομασία του κλάδου σε ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό είναι η επαναφορά του όρου εκπαιδευτικό, παραπέμπει στην παλαιότερη ονομασία ΕΕΠ που άλλαξε πριν από δέκα περίπου χρόνια, με τη προσθήκη και των λέξεων διδακτικό και εργαστηριακό. Το εργαστηριακό δεν περιγράφει σε καμία περίπτωση το έργο μας.
Σε ότι αφορά τον όρο διδακτικό, η λέξη διδακτικό εξυπηρέτησε και ικανοποίησε τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στον κλάδο από το 1982, κυρίως με την εκλογή και πρόσληψη διδακτικού προσωπικού, σε ένα ευρύτερο φάσμα ειδικών γνωστικών αντικειμένων, όπως το θέατρο, η μουσική, ο χορός, εκτός από τις ξένες γλώσσες για ειδικούς σκοπούς και φυσική αγωγή, που ίσχυαν ήδη πριν από τη δεκαετία του ΄80. Η είσοδος αυτών των γνωστικών αντικειμένων υλοποιήθηκε με την προκήρυξη θέσεων του ΕΕΠ αρχικά και ΕΔΙΠ κλάδου 1 αργότερα, οι οποίες ανήκαν όχι αποκλειστικά στο πανεπιστήμιο, αλλά σε συγκεκριμένα τμήματα. Σε αυτή τη περίπτωση, τα μαθήματα που δίδασκαν και διδάσκουν τα μέλη του ΕΕΠ και προς το παρόν ΕΔΙΠ 1, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του διδακτικού έργου των τμημάτων. Η εξέλιξη αυτή προσδιόρισε ακόμα πιο συγκεκριμένα το έργο του συνόλου των μελών του ΕΔΙΠ 1, ως ένα αυστηρά διδακτικό έργο και όχι ένα γενικότερο και ασαφές εκπαιδευτικό έργο.
Σε ότι αφορά τη προσθήκη της λέξης εργαστηριακό, δυστυχώς, η προσθήκη αυτής της λέξης δημιούργησε πολλά προβλήματα και ασάφειες του κλάδου. Έβαλε στον ίδιο παρανομαστή την μη αυτόνομη διδασκαλία εργαστηρίων, τα οποία αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου διδακτικού έργου, που διδασκόταν από μέλη ΔΕΠ, με την αυτόνομη διδασκαλία των ειδικών μαθημάτων, που δίδασκαν και διδάσκουν τα μέλη ΕΔΙΠ 1, υπονομεύοντας και προσβάλλοντας στην ουσία την ακεραιότητα της έννοιας του όρου διδακτικό. Συνεπώς, η επαναφορά του όρου εκπαιδευτικό και η απάλειψη του όρου διδακτικό από την ονομασία, δεν περιγράφει ακριβώς το τρόπο που υλοποιείται το έργο του ειδικού διδακτικού προσωπικού.
Σημαντικό θεωρείται, κατά την άποψή μας, ότι με το ακρωνύμιο ΕΠ υφίσταται και άλλος φορέας και μάλιστα στο χώρο της παιδείας, συγκεκριμένα στην ειδική αγωγή. Προς αποφυγή σύγχυσης ιδιοτήτων, προτείνουμε τη μετονομασία του κλάδου από ΕΕ σε ΔΙΠΕΝ, δηλαδή διδακτικό προσωπικό ειδικών μαθημάτων, που περιγράφει ακριβέστερα το έργο του κλάδου μας.
Στην παράγραφο 1α του 29ου άρθρου προτείνουμε να απαλειφθεί η φράση «μπορεί να ανατίθεται σε αυτά αυτοδύναμο διδακτικό έργο» και να αντικατασταθεί με τη φράση «τα μέλη του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού επιτελούν αυτοδύναμο διδακτικό έργο», όπως επανειλημμένα αναγνώστηκε στις συναντήσεις της Ομοσπονδίας μας με την ηγεσία και τους συμβούλους του Υπουργείου. Επίσης, επισημαίνουμε και τη συντακτική ασάφεια της συγκεκριμένης φράσης, που λέει «σε αυτά». Ποια είναι τα «αυτά»; Τα μέλη του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού, από τα ΦΕΚ διορισμού τους, έχουν ανάθεση σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο και εδώ και τέσσερις δεκαετίες το έργο τους είναι αυτόνομο και αυτοδύναμο. Η συγκεκριμένη φράση, κατά την άποψή μας, θα περιπλέξει απλές και δεδομένες καταστάσεις, χωρίς ουσιαστικό όφελος.
Θέλουμε να δηλώσουμε ότι στο νέο Πανεπιστήμιο το Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό, απαρτιζόμενο από επιλεγμένους αριστούχους επιστήμονες εκπαιδευτικούς, θα πρωτοπορήσει σε συνεργασίες με τα ξένα Πανεπιστήμια, κινητικότητα προσωπικού, δημιουργικότητα και καινοτόμους δράσεις, όπως κάνουν εδώ και χρόνια.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Είναι εδώ και ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Διδακτόρων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ο κύριος Νικόλαος Παπανδρέου. Βλέπετε πόσες επιμέρους κατηγορίες εργαζομένων και εκπαιδευτικών υπάρχουν στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ και από αυτό αντιλαμβάνεστε και το πρόβλημα που υπάρχει. Η συμβολή του νομοσχεδίου είναι ακριβώς ότι θα βάλει μια τάξη σε όλα αυτά. Βεβαίως τις διαφορές των απόψεων θα τις κρίνει η Επιτροπή.
Το λόγο έχει ο κύριος Παπανδρέου.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ (Πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Διδακτόρων ΙΔΑΧ Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΠΑ.Σ.Δ.Ι.Δ.ΑΧ – ΑΕΙ)): Καταρχήν, κυρία Πρόεδρε, σας ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση. Κυρία Υπουργέ, κύριε Γενικέ, κυρίες και κύριοι Βουλευτές. Ο Σύλλογός μας έχει καταθέσει στην Επιτροπή το αίτημα να περιληφθεί στο νόμο μεταβατική διάταξη, η οποία να επιτρέπει στα ΑΕΙ να εντάξουν τους Διδάκτορες ΙΔΑΧ στον κλάδο του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού.
Στο άρθρο 29 του σχεδίου νόμου ορίζονται τρεις κατηγορίες Ειδικού Διδακτικού και Εργαστηριακού Προσωπικού:
1. Ο κλάδος Ε.Ε.Π., με τυπικά προσόντα διορισμού το συναφές διδακτορικό δίπλωμα
2. Ο κλάδος Ε.ΔΙ.Π., με προαπαιτούμενο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών και
3. Ο κλάδος Ε.Τ.Ε.Π.
Όμως, στις μεταβατικές διατάξεις δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ένταξης στους ανωτέρω κλάδους για το προσωπικό ΙΔΑΧ με διδακτορικό. Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι στο σημερινό προσωπικό των ΑΕΙ περιλαμβάνονται κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, οι οποίοι, ήδη, υπηρετούν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και, ήδη, επιτελούν εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, στα πλαίσια των ακαδημαϊκών τους μονάδων.
Οι ανάγκες για υψηλού επιπέδου εκπαίδευση καθιστούν αναγκαία την αξιοποίηση των Διδακτόρων ΙΔΑΧ, με βάση τα πραγματικά τους προσόντα. Το βασικό σημερινό πρόβλημα είναι ότι, σύμφωνα με το υφιστάμενο καθεστώς, το προσωπικό ΙΔΑΧ με διδακτορικό των ΑΕΙ χαρακτηρίζεται ως διοικητικό προσωπικό, ανεξάρτητα από τα προσόντα τους και, κυρίως, ανεξάρτητα από το πραγματικό έργο που προσφέρουν, το οποίο δεν αναγνωρίζεται και δεν κατοχυρώνεται θεσμικά.
Αυτό που ζητάμε, λοιπόν, είναι να δοθεί με σαφήνεια στον παρόντα νόμο, στα πλαίσια των μεταβατικών του διατάξεων, η δυνατότητα στα ΑΕΙ να αξιοποιήσουν το προσωπικό ΙΔΑΧ με διδακτορικό, εντάσσοντάς τους στο νέο κλάδο Ε.Ε.Π., ο οποίος ανταποκρίνεται τόσο στα προσόντα του όσο και στο πραγματικά επιτελούμενο έργο.
Αυτό το αίτημα συνάδει με το πνεύμα του νέου νόμου, που είναι η αυτοτέλεια των ΑΕΙ στην αξιοποίηση του προσωπικού τους. Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε μια πρόσφατη δήλωση της κυρίας Υπουργού, η οποία ήταν η εξής: «Θέλουμε να απελευθερώσουμε τις υπαρκτές δυνάμεις του ελληνικού Πανεπιστημίου». Προκειμένου, όμως, τα ΑΕΙ να αξιοποιήσουν ορθολογικά το προσωπικό τους, πρέπει να τους δοθεί αυτή η δυνατότητα μέσα από το νομοθετικό τους πλαίσιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η εισαγωγή της συγκεκριμένης μεταβατικής διάταξης.
Ακόμη, θέλουμε να τονίσουμε ότι το αίτημά μας δεν έχει οικονομικό κόστος, διότι αφορά προσωπικό που, ήδη, υπηρετεί στα ΑΕΙ και αμείβεται από το Κράτος.
Τέλος, αυτό το αίτημα βοηθάει τα ΑΕΙ να καλύψουν τις ανάγκες τους σε εκπαιδευτικό προσωπικό, σε μια πολύ δύσκολη, για όλους, συγκυρία, από οικονομικής πλευράς.
Θα ήθελα να τονίσω ότι οι συνάδελφοι Διδάκτορες ΙΔΑΧ είναι επιστήμονες και στηρίζουν το επιστημονικό έργο των ΑΕΙ, εργαζόμενοι σε ένα ομιχλώδες θεσμικό καθεστώς. Το κάνουν, κυρίως, επειδή αγαπούν το αντικείμενό τους. Δεν ζητούν πολλά. Ζητούν, απλά, να τους δοθεί θεσμικά η δυνατότητα να προσφέρουν ακόμα περισσότερο, εντασσόμενοι εκεί όπου πραγματικά ανήκουν.
Η πρόταση μεταβατικής διάταξης, που έχουμε διατυπώσει και καταθέσει, είναι να συμπεριληφθεί στο άρθρο 79 του συγκεκριμένου νόμου η εξής φράση: «Μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση του οργανισμού του Ιδρύματος, οι υπηρετούντες στο Ίδρυμα με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την ένταξή τους στην κατηγορία Ε.Ε.Π., εφόσον είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, με γνωστικό αντικείμενο ίδιο ή συναφές με τα γνωστικά αντικείμενα που θεραπεύει το Ίδρυμα. Η ένταξη πραγματοποιείται με απόφαση της Κοσμητείας, ύστερα από εισήγηση τριμελούς επιτροπής, η οποία αποτελείται από δύο καθηγητές και ένα μέλος Ε.Ε.Π. που ορίζονται από τον κοσμήτορα και σχετική πράξη του πρύτανη που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας και σας ευχόμαστε καλή συνέχεια στις εργασίες σας.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Σας ευχαριστώ πολύ για τη διαχείριση του χρόνου σας, κύριε Παπανδρέου.
Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι έχουν διανεμηθεί υπομνήματα και από άλλες ομάδες εργαζομένων, εκπαιδευτών, καθηγητών πάσης φύσεως, εργαστηριακού προσωπικού και ειδικού τεχνικού προσωπικού. Δεν θα λάβουν το λόγο, γιατί δεν ήταν στους προτεινόμενους φορείς. Θα παρακαλούσα, όμως, τους εισηγητές και όλους τους Βουλευτές να δουν το υπόμνημα της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ειδικού Τεχνικού Προσωπικού Τεχνικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Ελλάδος, εκπρόσωποι του οποίου βρίσκονται σήμερα στην αίθουσα, καθώς και τις αιτιάσεις της Επιστημονικής Ένωσης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης Μηχανικών. Τα αντίστοιχα κείμενα και υπομνήματα βρίσκονται στη διάθεσή σας.
Τελευταίος ομιλητής, πριν περάσουμε στις ερωτήσεις, είναι ο κύριος Σπυρίδων Αμούργης, Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Έχει ενδιαφέρον, κύριε Αμούργη, να μας κάνετε ένα μικρό απολογισμό για το τι συνέβη μέχρι σήμερα στην πρώτη αυτή εφαρμογή της αξιολόγησης των Ιδρυμάτων.
ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ (Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων): Κυρία Πρόεδρε, αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα για πολύ λίγο το λόγο, για να απαντήσω στον τελευταίο ομιλητή, τον κύριο Παπανδρέου. Επειδή το θέμα που έθεσε είναι, ουσιαστικά, ένα θέμα αρχής, σύμφωνα με τη λογική του νομοσχεδίου, δηλαδή ο Οργανισμός λογικά πρέπει να αποφασίζει πώς θα διαχειριστεί το ανθρώπινο δυναμικό και πού έχει ανάγκη να το χρησιμοποιήσει. Να πω μόνο, επειδή μας έχει απασχολήσει πολύ, ότι υπάρχει ένα αντικειμενικό πρόβλημα, για το οποίο θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να το υπερβούμε, γιατί οι συγκεκριμένες μονιμοποιήσεις έχουν γίνει με βάση ένα θεσμικό πλαίσιο για τις μόνιμες και διαρκείς ανάγκες. Πρέπει να το ξεπεράσουμε αυτό, γιατί πρόκειται για διοικητικές θέσεις. Είναι διοικητικές θέσεις που έγιναν οι μονιμοποιήσεις με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και είναι πολύ δύσκολο τώρα να ξεπεραστεί, ώστε να δοθεί αυτή η δυνατότητα. Όμως, ως αρχή, θεωρούμε και συμφωνώ ότι είναι σωστό.
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Άρα, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο, γιατί, στην ουσία, είναι θύματα όλων αυτών των προσχηματικών πολιτικών που γίνονται τόσα χρόνια στα Πανεπιστήμια.
Το λόγο έχει ο κύριος Αμούργης.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΑΜΟΥΡΓΗΣ (Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση Α.Δ.Ι.Π.): Κυρία Πρόεδρε, κυρία Υπουργέ, κύριο Βουλευτές, κυρίες και κύριοι, η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας, η οποία πέρασε με τον ν.3374/2005, συστήθηκε στο τέλος του 2006. Άρχισε να λειτουργεί με 12 μέλη το 2007, ο ρόλος και ο στόχος της Αρχής ήταν η εισαγωγή ενός νέου θεσμού: Του θεσμού της αυτοαξιολόγησης και της κοινωνικής λογοδοσίας. Αυτό ήτανε μέρος της συμφωνίας των 46 χωρών για τη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης.
Ως συνήθως όλοι οι νέοι φορείς στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. Τέλος, εκείνη την εποχή ήταν και ο νόμος πλαίσιο της κυρίας Γιαννάκου, ο οποίος είχε ξεσηκώσει τα πανεπιστήμια και βεβαίως, … στο θέμα συζήτησης για την αξιολόγηση. Παρόλα αυτά, το 2008 είχαν κατατεθεί 40 εκθέσεις από τμήματα των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τα οποία καταφέραμε με χρήματα του ΕΠΕΑΕΚ να κάνουμε μια πιλοτική εφαρμογή σε πέντε διαφορετικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας το Δεκέμβριο του 2008. Τα χρήματα του ΕΠΕΑΕΚ έληξαν και ξαναήρθαν χρήματα για την αξιολόγηση τον Μάρτιο του 2010.
Η κυρία Υπουργός, είχε την καλοσύνη να υπογράψει μια κοινή υπουργική απόφαση με τον Υπουργό Οικονομικών για τη διεξαγωγή των εξωτερικών αξιολογήσεων το 2010, ενώ το Υπουργείο Οικονομικών πέρασε ένα νόμο τον Μάρτιο του 2010, με τον οποίο κατήργησε τις αμοιβές των επιτροπών και το Γενικό Λογιστήριο θεώρησε ότι η σίτιση- αποζημίωση των επιτροπών των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων ήταν αμοιβή, και μας δημιούργησε τεράστια προβλήματα τα οποία μόλις τώρα λύθηκαν. Στο μεταξύ, καταφέραμε να προχωρήσουμε περίπου σε 80 επιπλέον αξιολογήσεις από το Μάρτιο του 2010 με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες.
Τα κριτήρια της αξιολόγησης είναι βασικά, η ποιότητα του προγράμματος σπουδών, η ποιότητα της διδασκαλίας, εάν γίνεται έρευνα, η δυναμική του τμήματος και του ιδρύματος, και τέλος, οι υπηρεσίες που απολαμβάνουν οι φοιτητές. Ο ν.3374 περιλαμβάνει δύο τμήματα. Το πρώτο είναι αυτό το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία ,η οποία είναι σύμφωνη με την Αρχή που εποπτεύει των εθνικών αρχών των άλλων 46 χωρών-περιλαμβανομένων δηλαδή και χωρών εκτός Ε.Ε.- και το δεύτερο κομμάτι αναφέρεται στις διοικητικές και άλλες διαδικασίες.
Η Ε.Ε. μέσω της Επιτροπής Παρακολούθησης του ΕΣΠΑ, έχει δώσει ένα τελεσίγραφο στην Ελλάδα ότι εάν δεν ολοκληρωθούν οι εξωτερικές αξιολογήσεις, δηλαδή εφαρμόζεται πλήρως ο νόμος μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012- που είναι περίπου 400 τμήματα από τα οποία τα 200 τμήματα έχουν καταθέσει εκθέσεις- δεν θα θεωρήσει επιλέξιμες την χρηματοδότηση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων 1 δισ. 150 εκατομμύρια ευρώ. Εμείς στο μεταξύ, βλέποντας το δείγμα που έχουμε το οποίο είναι αρκετά μεγάλο, και κοιτάζοντας και τη συνολική εικόνα των ιδρυμάτων, δεδομένης και της οικονομικής κρίσης αυτή τη στιγμή, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα που βασίζονται στην έλλειψη κανόνων λειτουργίας του εκπαιδευτικού έργου των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Οι διαφορές κόστος ανά φοιτητή μεταξύ ιδρυμάτων με δεδομένα του 2009, ποικίλλουν από 2064 € έως 12.583 € από Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Αυτά, είναι ενδείξεις οι οποίες χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση, διότι είναι πολύ εύκολο να βγάλει κανείς επιπόλαια συμπεράσματα, αλλά έχουμε κάνει μια κατάταξη εκείνα τα πανεπιστήμια τα οποία έχουν Πολυτεχνικές και Ιατρικές Σχολές είναι μια κατηγορία, τα πανεπιστήμια που έχουν μόνο Ιατρικές Σχολές είναι μια άλλη κατηγορία, τα πανεπιστήμια που δεν έχουν καμία από τις άλλες δύο σχολές είναι μια άλλη κατηγορία, τα Πολυτεχνεία είναι δική τους κατηγορία, και βεβαίως, οι παλαιές Ανώτατες Σχολές της Ελλάδος, οι οποίες μετονομαστήκαν σε πανεπιστήμια (Ανωτάτη Γεωπονική, Ανωτάτη Εμπορική κ.λπ.). Αυτά τα στοιχεία, έχω φέρει αντίγραφα, τα οποία μπορώ να τα αφήσω για ενημέρωση των κύριων βουλευτών.
Έχοντας αυτά, εμείς έχουμε καταλήξει ότι θα πρέπει να μπουν ορισμένοι κανόνες λειτουργίας. Ενώ ο νόμος προβλέπει την γενικότερη διοίκηση και διαχείριση των ιδρυμάτων, αυτά όλα, εμείς συγκρίνοντάς τα με ξένες πρακτικές, βλέπουμε ότι είναι στην ουσία ένας εκσυγχρονισμός της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ακούσατε τον Πρόεδρο του ΕΣΙ προηγουμένως, ο οποίος ανέφερε ότι αρχικά λειτουργούσαν με τον νόμο του 1952, το οποίο- δεν θα το γνωρίζετε εσείς- τότε τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ήταν Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, και όχι δημοσίου δικαίου, όπως είναι σήμερα, μπήκαν δηλαδή περισσότεροι περιορισμοί.
Με αυτά τα δεδομένα, ανησυχούμε διότι μπήκε ένα ολόκληρο κεφάλαιο και είμαστε εδώ για να παρακαλέσουμε την κυρία Υπουργό, να ξανασκεφτεί κατά πόσο είναι τόσο επείγον αυτή τη στιγμή και κεφάλαιο 10 να περάσει μαζί με το νομοσχέδιο το οποίο πάει να λύσει τόσα άλλα προβλήματα των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ώστε να υπάρξει κάποιος χρόνος μεγαλύτερης διαβούλευσης και με τη σημερινή Αρχή, ώστε αργότερα σε εύλογο χρονικό διάστημα, να μπορέσει να περάσει ένας νόμος ο οποίος θα κωδικοποιήσει και όλες τις άλλες τροποποιήσεις που έχουν περάσει μέχρι τώρα από την εμπειρία εφαρμογής του νέου θεσμού.
Εμείς, έχουμε εισηγηθεί ότι θα μπορούσε να περάσει αντί του κεφαλαίου 10, απλώς ένα άρθρο το οποίο να αναφέρεται ότι διευρύνονται οι αρμοδιότητες της Α.Δ.Ι.Π., ώστε να πιστοποιεί και τα τμήματα. Γιατί στην πραγματικότητα οι διαδικασίες που έχουμε, είναι διαδικασίες που γίνονται και καταλήγουν σε πιστοποίηση. Αυτή τη στιγμή, δεν καταλήγουν εκεί, και είναι συμβουλευτικές οι αξιολογήσεις που γίνονται. Και το πιο ουσιαστικό είναι εσωτερικές. Είμαι στη διάθεσή σας για ερωτήσεις.
Σας ευχαριστώ πολύ.
ΧΡΥΣΗ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Τόλκας.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΛΚΑΣ: Ευχαριστώ πολύ κυρία Πρόεδρε.
Πολύ χρήσιμη σήμερα η ακρόαση των φορέων του συνόλου της κοινότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου ακούστηκαν αρκετές προτάσεις, αρκετά σχόλια και συγκεκριμένες προτάσεις αλλαγών και τροποποιήσεων. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια σημεία τα οποία πραγματικά θέλουν περαιτέρω διερεύνηση, και εμένα μου γεννήθηκαν δεκάδες απορίες.
Καταρχήν, επιτρέψτε μου στους πρυτάνεις να απευθυνθώ και να ρωτήσω. Με μια πρώτη παρατήρηση που είχε να κάνει με το εξής: Η πολιτεία σήμερα με το νομοσχέδιο αυτό, το Υπουργείο Παιδείας με το νομοσχέδιο αυτό και τη νέα διοικητική διάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δείχνει ένα πράγμα.
Κατ’ αρχήν, ότι ενισχύει την αυτοδιοίκηση του Πανεπιστημίου, διότι περνάει πολύ περισσότερες αρμοδιότητες σε αυτό με αυτά τα όργανα που επιλέγονται, αλλά δείχνει κυρίαρχα ότι εμπιστεύεται τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Τα εμπιστεύεται γιατί τους δίνει πάρα πολλές εξουσίες από τις οποίες μέχρι σήμερα το ίδιο το Υπουργείο κρατούσε για τον εαυτό του, πράγμα το οποίο βλέπουμε ότι όλοι οι φορείς ζητούν περαιτέρω εξουσίες να περάσουν, να αποκεντρωθούν, να πάνε στα νομικά πρόσωπα αυτά όπως είναι τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Δείχνει ότι επιλέγει να κάνει αυτές τις αλλαγές και να μεταφέρει τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες, αλλά από την άλλη βλέπουμε έναν φόβο, μια άρνηση ουσιαστικά εμπιστοσύνης του Πανεπιστημίου, των ίδιων των οργάνων του. Αυτή την εμπιστοσύνη που το Υπουργείο μεταφέρει περίπου σαν να αρνείται να την πάρει η σημερινή διοικητική της μορφή. Ακούσαμε για φόβους μη εφαρμογής, για φόβους ξένων πραγμάτων για την ελληνική πραγματικότητα, για ευθύνες που μέχρι σήμερα δεν έχει αναλάβει κανείς, ενώ το Υπουργείο αναλαμβάνει ευθύνες και τις μεταθέτει, για πιθανή αποτυχία με την οποία φαίνεται να απειλείται ο νόμος. Έχουμε ακούσει, όχι από τους παρόντες, ακόμη και αποφάσεις για μη εφαρμογή του νόμου από Σύγκλητο Πανεπιστημίου. Άρα, λοιπόν, εμπόδια γι’ αυτό το βήμα, το οποίο σήμερα η Πολιτεία το προχωράει και το εμπιστεύεται.
Έρχομαι στις ερωτήσεις. Κατ’ αρχήν, συμφωνούν οι Πρυτάνεις με την ανάγκη των τριών οργάνων; Γιατί φαίνεται πλην της σύνθεσης και κάποιων άλλων εξαιρέσεων συμφωνούν. Ποια είναι η συγκεκριμένη πρόταση σχετικά με την ισορροπία και το ρόλο μεταξύ των τριών αυτών οργάνων, δηλαδή του Συμβουλίου, του Πρύτανη και της Συγκλήτου;
Μια δεύτερη ερώτηση είναι για το τι έχουν να προτείνουν οι πρυτάνεις για τη σύνθεση του συμβουλίου. Δηλαδή ποιοι να συμμετέχουν; Πώς να εκλέγονται και να συμμετέχουν σε αυτό και από ποια σώματα να συμμετέχουν; Εδώ είναι αυτό που τονίστηκε πιο πριν, κατά πόσο θέλουμε να λογοδοτεί το Πανεπιστήμιο στην κοινωνία. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κυρία Υπουργέ, εμείς θέλουμε το Πανεπιστήμιο να λογοδοτεί στην κοινωνία, είναι μέρος της κοινωνίας. Δεν είναι ένας χώρος οργανωτικού διοικητικού ή εξουσιαστικού ασύλου. Είναι ένας φορέας ο οποίος λογοδοτεί για την πρόοδο της κοινωνίας, πρέπει να λογοδοτεί για την εξέλιξη της κοινωνίας, την πρόοδο της ανάπτυξης και της οικονομίας μας.
Τρίτη ερώτηση, είναι για την σημερινή λειτουργία των αρχών που μέχρι σήμερα είχαμε στο Πανεπιστήμιο. Γιατί μέχρι σήμερα δεν μπορέσανε να επιλύσουν χρόνια θέματα, όπως ήταν αυτά της αξιοκρατίας, ξέρουμε τι συμβαίνει, της βίας πολλές φορές μέσα στα Ιδρύματα, του κομματισμού και της κομματικής διαπλοκής;
Τέταρτη ερώτηση, γιατί κατηγορήθηκε και κατηγορείτε τόσο πολύ η ανώτατη αρχή διασφάλισης, την στιγμή μάλιστα που αφορά θέματα για τα οποία σήμερα οι Πρυτάνεις διαπραγματεύονται με το Υπουργείο Παιδείας, ενώ από εδώ και εμπρός διαπραγματεύεται το Υπουργείο Παιδείας με μια Ανεξάρτητη Αρχή;
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Ζιώγας.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΙΩΓΑΣ (Ειδικός Αγορητής του Κ.Κ.Ε.): : Κυρία Πρόεδρε, θα ήθελα να πω και να το καταλογίσω στα υπέρ σας ως Προέδρου, ότι υπερβαίνοντας την διαδικασία του εσωτερικού κανονισμού καλέσατε πλήθος εκπροσώπων και καλά κάνατε. Νομίζω ότι αυτό ήταν προς όφελος όλων.
Η πρώτη ερώτηση έχει να κάνει με την παράλληλη ή συμπληρωματική λειτουργία όπως αναφέρθηκε ο δεύτερος ομιλητής υπέρ της παράλληλης ή συμπληρωματικής λειτουργίας, δηλαδή υπέρ του διαχωρισμού, αναφέρθηκε σε αυτές τις έννοιες. Όμως, αυτό προκύπτει υπέρ του διαχωρισμού ΑΕΙ και ΤΕΙ κατά της αναγκαιότητας ενιαίας ανώτατης εκπαίδευσης; Είναι επιστημονικός ο διαχωρισμός θεωρίας – πράξης;
Η δεύτερη ερώτηση, αν ικανοποιηθούν τα αιτήματα για τα όργανα διοίκησης, ο τρόπος εκλογών, οι αρμοδιότητες που έχουν, ο αριθμός των μελών, θα αποδεχθείτε τον νόμο; Γιατί κατά την γνώμη μας ο νόμος εισάγει τεράστιες αλλαγές επί τα χείρω.
Αναφερθήκατε στην σύμπραξη αμαρτωλών παρατάξεων. Θα ήθελα να ξέρω αυτές οι διαπλεκόμενες, γιατί περί τούτου πρόκειται, εγώ μπορώ να αναφερθώ και έχω αναφερθεί στην Βουλή για το τι έχει γίνει και τι γίνεται στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στην Θεσσαλονίκη και τι γίνεται σε διάφορα τμήματα και μπορώ να υπερθεματίσω σε αυτού του είδους την διαπλοκή, αλλά είναι κατά την γνώμη μου όσο ζω και βιώνω, «ως παροικών την Ιερουσαλήμ», θεωρώ ότι είναι δύο συγκεκριμένες παρατάξεις των δύο μεγάλων κομμάτων, η ΠΑΣΠ και η ΔΑΠ.
Για τους ΙΔΑΧ, μέσα από μια δαιδαλώδη διαδικασία, αυτό το υποτιθέμενο διοικητικό προσωπικό, όπως νομίζω αναφέρθηκε και η κυρία Υπουργός, ασκεί ένα έργο σύμφωνα με τα προσόντα τους και εννοώ ως κάτοχοι διδακτορικού. Πραγματικά σε τι διαφέρει, αναφερόμενος στον Πρόεδρο ο οποίος μίλησε, το περιεχόμενο των υποχρεώσεών σας, της δουλειάς σας, του αντικειμένου σας, όσον αφορά διδακτικό και ερευνητικό έργο, σε σχέση με τα μέλη ΔΕΠ, με εμάς δηλαδή; Θεωρώ ότι ήδη είστε συνάδελφοι και αυτό που αποκρύπτεται, πρέπει τελικά να το ομολογήσουμε και να το προσυπογράψουμε.
Τελειώνοντας, στον κύριο Καπλάνη, έχω ένα κείμενο, συγγνώμη αν κάνω λάθος, δεν τον άκουσα, αναφέρεστε στα μέλη ΔΕΠ ΤΕΙ, που βρίσκονται στη θέση καθηγητή εφαρμογών και μέσα από μια διαδικασία, αφού αξιολογηθούν, να λαμβάνουν θέση επίκουρου καθηγητή. Μετά αναφέρετε ότι το ίδιο ισχύει και για όλα τα μέλη που ανήκουν στο Κέντρο Ξένων Γλωσσών. Θέλω να ρωτήσω υπάρχει διάκριση, δηλαδή υπάρχουν συνάδελφοι οι οποίοι ενώ είναι κάτοχοι διδακτορικού δεν έχουν αυτή την δυνατότητα;
ΧΡΥΣΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Γεωργιάδης.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ – ΑΔΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Μπαίνω στις ερωτήσεις. Στον κύριο Παπαθεοδώρου. Αναφερθήκατε διεξοδικά στο θέμα της καταργήσεως του τμήματος και είπατε ότι πρέπει το τμήμα να είναι βασική εκπαιδευτική μονάδα, η εκπαιδευτική μονάδα βάσης. Μέσα στο νομοσχέδιο στο άρθρο 7 παρ. 2 «το τμήμα αποτελεί βασική εκπαιδευτική μονάδα, οργανώνεται η διδασκαλία κ.λπ.». Θέλω να μου εξηγήσετε γιατί εγώ δεν το καταλαβαίνω, ποια είναι η ένστασή σας; Μου είναι αδύνατον να καταλάβω την διαφορά, αν όμως δεν το καταλαβαίνω θα μου το εξηγήσετε εσείς.
Επίσης, στον κύριο Παπαθεοδώρου και την ίδια ερώτηση στον κ. Καπλάνη, γιατί θέλω να καταλάβω αν υπάρχει διαφορά οπτικής ή όχι. Αναφερθήκατε στο άρθρο 1 παρ. 3 για την παράλληλη λειτουργία ΑΕΙ – ΤΕΙ. Συμφωνείτε με αυτή την διατύπωση; Για να καταλάβω ποια είναι η διαφορά.
Επίσης, στον κύριο Παπαθεοδώρου. Αναφερθήκατε κάποια στιγμή στο ότι «μόνο εκεί που υπάρχει δημοκρατική εκλογή, υπάρχει και καλό Πανεπιστήμιο». Ήθελα να ρωτήσω, πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ, το Μπρίστολ δεν είναι καλά πανεπιστήμια;
Κύριε Μυλόπουλε, αντιλαμβάνομαι ότι η ερώτηση που θα κάνω πιθανώς να σας φέρει σε κάπως δύσκολη θέση, όμως οφείλω να την κάνω. Πώς κρίνετε εσείς ως ο πρύτανης του πρώτου πανεπιστημίου της χώρας ότι λείπει από τη συζήτησή μας ο κ. Πελεγρίνης. Ο κ. Πελεγρίνης προσεκλήθη από το πανεπιστήμιο Αθηνών. Δεν ήρθε επικαλούμενος αναλυμένες υποχρεώσεις, ποια είναι η γνώμη σας που δεν ήρθε σήμερα εδώ; Πώς κρίνετε την ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου του πανεπιστημίου των Αθηνών να δηλώσει ότι δεν θα εφαρμόσει τον νόμο; Έχετε λάβει παρόμοιες αποφάσεις σε δικές σας Συγκλήτους; Αναγνωρίζεται εσείς ως πανεπιστήμια το δικαίωμα στη Βουλή των Ελλήνων να νομοθετεί; Πώς κρίνετε την απόφαση της Συγκλήτου του πανεπιστημίου Αθηνών; Η ερώτησή μου γίνεται για να κρίνουμε, εν τέλει και αυτές οι συνειδητής που τόσο πολύ προασπίζεται τι εκπροσωπούν στην ελληνική κοινωνία. Εκπροσωπούν κάποιες ομάδες που καλούν σε στάση, κατά του πολιτεύματος. Θα ήθελα να τοποθετηθείτε με ευθύτητα και όχι με πολιτικό τρόπο.